Μια έρευνα που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο στο περιοδικό Nature από επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον πυροδότησε έντονη συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα όσον αφορά την αξιοπιστία της μαγνητικής τομογραφίας εγκεφάλου ως διαγνωστικού μέσου ψυχικών νόσων.
Οι συντάκτες της επισήμαναν ότι η απεικονιστική εξέταση, που καταγράφει τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου, συχνά χρησιμοποιείται για την αναγνώριση γνωσιακών διαταραχών ή ψυχικών νόσων. Θεωρητικώς, υπογράμμισαν οι επιστήμονες, αυτή η διασύνδεση θα μπορούσε να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας. Γνωρίζοντας ότι ένα νευρολογικό χαρακτηριστικό μάς καθιστά πιο ευάλωτους στο Αλτσχάιμερ ή στον αυτισμό, μας επιτρέπει να προβλέψουμε τον κίνδυνο και να αποτρέψουμε ή να θεραπεύσουμε την πάθηση.
Τυχαία σύνδεση
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι αρκετά διαφορετική. Οι μελέτες που εκπονήθηκαν με τη βοήθεια της μαγνητικής τομογραφίας γι’ αυτόν τον σκοπό είναι μικρές και οι διασυνδέσεις που διαπιστώνουν συχνά εντελώς τυχαίες.
Μια τέτοια μελέτη θα μπορούσε, παραδείγματος χάρη, να συνδέσει το χρώμα των οφθαλμών με την αγάπη για τις φράουλες. Για να αποφευχθούν τέτοια σφάλματα, κάθε μελέτη με μαγνητική τομογραφία θα έπρεπε να εκπονείται σε δεκάδες χιλιάδες εθελοντές.
Για την αποφυγή λάθους, κάθε μελέτη με απεικονιστική εξέταση θα έπρεπε να εκπονείται σε δεκάδες χιλιάδες εθελοντές.
Οπως επισημαίνεται στη δημοσίευση στο Nature, κάποιες έρευνες μπορεί να έχουν πιο αξιόπιστα αποτελέσματα ακόμα και αν γίνουν σε λιγότερους εθελοντές, όπως είναι εκείνες που καταγράφουν τις μεταβολές της εγκεφαλικής λειτουργίας μια δεδομένη στιγμή και με μια συγκεκριμένη ασχολία. Μια τέτοια, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science το 2001, έδειξε ότι ο εγκέφαλος των περισσότερων ανθρώπων λειτουργεί, λίγο έως πολύ, με τον ίδιο τρόπο.
Στην έρευνα συμμετείχαν μόλις έξι εθελοντές, εξηγεί ο Ράσελ Πόλντρακ, καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Ίσως κάποια ιδιαίτερα πρότυπα εγκεφαλικής λειτουργίας, τα οποία αποκλίνουν από το γενικό πρότυπο, θα μπορούσαν να εξηγήσουν τα συμπτώματα που παρουσιάζουν άτομα με συγκεκριμένα ψυχολογικά προβλήματα. Είναι, ωστόσο, εξαιρετικά δύσκολο να διαχωριστούν οι σημαντικές διαφορές στα πρότυπα εγκεφαλικής λειτουργίας από τις απολύτως τυχαίες που παρατηρούνται μεταξύ όλων των εγκεφάλων.
Μια αξιόπιστη μελέτη εκπονήθηκε το 2016 από τη Μόνικα Ρόζενμπεργκ και τους συνεργάτες της στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. Οι ερευνητές έδωσαν σε 25 υγιείς ενηλίκους μια άσκηση που απαιτούσε συγκέντρωση και προσοχή και κατέγραψαν τι ακριβώς συνέβαινε στον εγκέφαλό τους, συνθέτοντας ένα χάρτη της εγκεφαλικής δραστηριότητάς τους.
Στη συνέχεια συνέκριναν τον χάρτη με δεδομένα μαγνητικής τομογραφίας από 113 παιδιά, κάποια από τα οποία έπασχαν από σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής. Έτσι διαπίστωσαν ότι το νευρωνικό δίκτυο συγκέντρωσης και προσοχής που είχαν χαρτογραφήσει ήταν πολύ πιο αδύναμο στα παιδιά με το σύνδρομο.
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το www.kathimerini.gr