psychologist-banner-2
thumb

Μνήμη και ψυχολογικό τραύμα: Γιατί δε θυμόμαστε το τραυματικό επεισόδιο σαν οποιοδήποτε άλλο γεγονός;

- Προσωπικότητα
3 Σεπτεμβρίου 2021

Με αφορμή την πληθώρα σχολίων που ακούγονται ευρέως τον τελευταίο καιρό στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης και τα οποία ενοχοποιούν τα θύματα/επιζώντες/-ώσες σεξουαλικής κακοποίησης (victim blaming), αποφάσισα να γράψω το εν λόγω άρθρο.


Πρόκειται για μια προσπάθεια κατανόησης και εξήγησης του γιατί το τραυματικό γεγονός δεν καταγράφεται στη μνήμη μας σαν οποιοδήποτε άλλο γεγονός της ζωής μας, όπως π. χ. ένα ταξίδι, το οποίο μπορούμε άνετα να αφηγηθούμε με αρχή, μέση και τέλος. Η αδυναμία αυτή έχει οδηγήσει σε απόψεις που κατα καιρούς εκφράζονται με σχόλια του τύπου Γιατί δε μιλούσε τόσα χρόνια</em>; ή Γιατί δεν έφυγε</em>;. Τέτοια είδους επιχειρήματα συχνά θα χρησιμοποιηθούν και στα δικαστήρια με σκοπό την υπεράσπιση του θύτη.

Το φαινόμενο φυσικά δεν είναι καινούριο. Στη δεκαετία του ‘90, στην Αμερική και στην Ευρώπη, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης άρχισε η συζήτηση σχετικά με το Σύνδρομο της Ψευδούς Μνήμης. Με βάση αυτό το φαινόμενο, ασθενείς σε ψυχιατρικές δομές έφερναν στη μνήμη τους και άρχισαν να αφηγούνται γεγονότα σεξουαλικής κακοποίησης, που συνέβησαν στο παρελθόν και τα οποία είχαν λησμονηθεί για χρόνια. Αυτές τους οι αφηγήσεις αμφισβητήθηκαν και κατηγορήθηκαν ως ψευδείς.

Το ενδιαφέρον αυτών των δημοσιεύσεων είναι η κοινή εικασία ότι το τραυματικό γεγονός ανεξαιρέτως ανακαλείται στη μνήμη μας ως ένα οποιοδήποτε άλλο γεγονός, όπως για παράδειγμα ο γάμος του καλύτερού μας φίλου ή η γέννηση του πρώτου μας παιδιού.

Στη δεκαετία του ‘80-‘90, πολλές γυναίκες και πολλά παιδιά, θύματα ενδοοικογενειακής βίας, στην προσπάθειά τους να δικαιωθούν, αμφισβητήθηκαν λόγω της αδυναμίας τους να ανακαλέσουν και να αφηγηθούν με ακριβεία και με χρονική συνέπεια το τραυματικό συμβάν. Το γεγονός αυτό μας δείχνει ότι το θέμα προσεγγίζεται κυρίως πολιτικά και νομικά, ενώ συγχρόνως ο επιστημονικός λόγος αγνοείται. (Van der Kolk, 2014, σ.189-190)

Επιστημονικά ευρήματα; Τί γνωρίζουμε σήμερα;

Τη δεκαετία του 1970, η ερευνήτρια Dr Linda Meyer Williams, πραγματοποίησε μια έρευνα, κατά την οποία πήρε συνεντεύξεις από 206 κορίτσια ηλικίας 10 με 12 ετών. Όλες οι συμμετέχουσες είχαν ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης λόγω του οποίου είχαν εισαχθεί στα επείγοντα Νοσοκομείου. Τα αποτελέσματα των ιατρικών εξετάσεών και οι συνεντεύξεις των υποκειμένων καθώς και των γονιών τους αποθηκεύτηκαν στα ιατρικά τους αρχεία.

Μετά από 17 ολόκληρα χρόνια η Dr Linda Meyer Williams κατάφερε να εντοπίσει τις 136 από αυτές τις ενήλικες πλέον γυναίκες. Το 38% αυτών των γυναικών δεν μπορούσε να ανακαλέσει καθόλου στη μνήμη τους το κακοποιητικό γεγονός το οποίο είχε καταγραφεί στα ιατρικά τους αρχεία. Το 12% ανέφερε ότι ποτέ δεν είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση σε μικρή ηλικία.

banner1

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον εύρημα της έρευνας είναι ότι όσο πιο νεαρές ήταν οι γυναίκες τη στιγμή της κακοποίησης τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να έχει σβηστεί από τη μνήμη τους το συμβάν. Τα ευρήματα αυτά ενισχύονται και από πρόσφατη έρευνα στην Νευροψυχολογία (Van der Kolk, 2014, σ.190-191).

Στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, ο Ολλανδός ψυχίατρος Bessel Van der Kolk και οι συνάδελφοί του (1994), διεξήγαγαν μια έρευνα με στόχο να συγκρίνουν την λειτουργία της μνήμης σε θετικά γεγονότα της ζωής μας από τη μία και απειλητικά από την άλλη.

Αρχικά, οι ερευνητές ρώτησαν τα υποκείμενα αν μπορούν να θυμηθούν ένα μη τραυματικό γεγονός της ζωής τους κι εκείνοι ανέφεραν γεγονότα όπως ο γάμος τους, η γέννηση του πρώτου τους παιδιού τους και η αποφοίτησή τους από το σχολείο.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ρώτησαν τα ίδια υποκείμενα εάν τους έχει συμβεί να αναβιώνουν ξαφνικά εικόνες ή σωματικές αισθήσεις από την πρώτη βραδιά του γάμου (π.χ. πώς ένιωθαν το σώμα του/της συζύγου, αν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη μυρωδιά, κάποιος ήχος, κτλ.) ή αντίστοιχα από τη μέρα της γέννησης του πρώτου παιδιού τους, κ.α. Σε αυτές τις ερωτήσεις, όλα τα υποκείμενα απάντησαν αρνητικά.

Το δεύτερο σκέλος της έρευνας είχε να κάνει με το τραυματικό γεγονός, λόγω του οποίου εξαρχής τα υποκείμενα έλαβαν μέρος στην συγκεκριμένη έρευνα (τα περισσότερα υποκείμενα ήταν θύματα βιασμού). Οι ερευνητές έκαναν ερωτήσεις του τύπου: έχεις ξαφνικές μνήμες από το πως μυρίζει ο κακοποιητής; υπάρχουν στιγμές όπου ξαφνικά θυμάσαι ή αναβιώνεις τις ίδιες σωματικές αντιδράσεις που βίωσες και στη διάρκεια του βιασμού; ‘Ολα τα υποκείμενα απάντησαν θετικά και ανέφεραν παρόμοιες εμπειρίες (flashbacks). Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων οι συμμετέχουσες εκδήλωσαν έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις.

Η έρευνα έδειξε ότι υπήρξαν δύο σημαντικές διαφορές μεταξύ της λειτουργίας της μνήμης στα θετικά γεγονότα από τη μία και στα τραυματικά από την άλλη. Η πρώτη διαφορά είχε να κάνει με το πώς οργανώνονται οι αναμνήσεις των γεγονότων και η δεύτερη με το πως αντιδράμε σωματικά σε αυτές. Ευχάριστα γεγονότα, όπως γάμοι, ταξίδια, γεννήσεις και αποφοιτήσεις μπορούσαν να επικαλεστούν στη μνήμη εύκολα και τα υποκείμενα μπορούσαν να τα αφηγηθούν ως ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος.

Επιπλέον, το ενδιαφέρον ήταν ότι όλα τα υποκείμενα μπορούσαν να ανακαλέσουν τα συμβάντα αυτά καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Από την άλλη, όταν πρόκειται για το τραυματικό γεγονός, μπορούσαν μόνο να ανακαλέσουν σωματικές αισθήσεις π.χ. μυρωδιές, εικόνες, ήχους τη στιγμή του βιασμού – αλλά αδυνατούσαν να αφηγηθούν το γεγονός με χρονική σειρά. Τέλος, είχαν ξεχάσει πολύ σημαντικές λεπτομέρειες όπως π.χ. τι έγινε ακριβώς μετά το τραυματικό γεγονός. (σ. 193-194).

Η έρευνα μας δείχνει ότι οι τραυματικές εμπειρίες δεν αποθηκεύονται στη μνήμη οργανωμένα και τα άτομα αδυνατούν να ανακαλέσουν τα γεγονότα με χρονική σειρά. Συχνά, πίσω από την απώλεια της μνήμης του τραυματικού γεγονότος βρίσκεται και η άρνησή του. Από την άλλη, καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνο το να προσπαθεί ο/η επιζών/-ώσα έντονα να θυμηθεί τι συνέβη.

Το ίδιο ισχύει και όταν οι γύρω του προτείνουν διάφορες εκδοχές που ενδέχεται να οδηγήσουν σε διαστρεβλώσεις του βιώματος. Για το λόγο αυτό θεωρείται σημαντικό να αποφεύγουμε να προτείνουμε σενάρια στους/στις επιζώντες /-ώσες και να αρκούμαστε με τα όσα ήδη θυμούνται.

Το γεγονός ότι οι αναμνήσεις μπορεί να παρουσιάζονται σκόρπια είναι γιατί δεν έχουν επεξεργαστεί από τον εγκέφαλο με τον ίδιο τρόπο που εκείνος επεξεργάζεται τα μη τραυματικά γεγονότα (Sanderson, 2013, σ. 197). Πρόκειται για κομμάτια ενός παζλ που μπορεί και να μην ενωθούν ποτέ.

Θεραπευτικές μέθοδοι

Σήμερα υπάρχουν διάφορες μέθοδοι για την επεξεργασία της μνήμης του τραύματος. Μία από αυτές είναι η φαρμακευτική αγωγή η οποία έχει την δυνατότητα να μπλοκάρει τις τραυματικές αναμνήσεις. Παρότι αυτό ακούγεται αρκετά δελεαστικό, δεν λειτουργεί για όλα τα άτομα που έχουν υποστεί τραύμα και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μερικό και εφήμερο.

Επίσης ένα μειονέκτημα από αυτή την παρέμβαση μπορεί να είναι οι επιπτώσεις σε όλο το φάσμα των συναισθημάτων του ατόμου. Πρόκειται για μια μερική αντιμετώπιση του προβλήματος καθότι δεν διευκολύνεται το άτομο ώστε να επεξεργαστεί την κακοποίηση. Σε ένα αρχικό επίπεδο, ίσως μπορούν να διασφαλίσουν μια κατάσταση ηρεμίας, λόγω του ότι σταματούν τις έντονα ενοχλητικές αναμνήσεις του τραύματος, προκειμένου το άτομο να μπορέσει να δουλέψει πάνω σε αυτό (Sanderson, 2013, σ. 201).

Επίσης, εναλλακτικές μέθοδοι όπως η γιόγκα, το θεραπευτικό μασάζ, το EMDR καθώς και η ψυχοθεραπεία έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές για την επεξεργασία των τραυματικών αναμνήσεων. Συχνά, άτομα που έχουν υποστεί τραύμα θα δοκιμάσουν διάφορες μεθόδους σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της ζωής τους για να ανακουφιστούν και να δώσουν ένα νόημα στο βίωμά τους.

Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι για κάποιους μια μέθοδος μπορεί να είναι βοηθητική, ενώ για κάποιους άλλους όχι. Συνήθως, ένας συνδυασμός θεραπευτικών παρεμβάσεων μαζί με ένα υποστηρικτικό περιβάλλον μπορούν να αποδειχθούν ως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης του τραύματος (Van der Kolk, 2014).

Σχόλιο

Η κακοποίηση, ιδίως όταν συμβαίνει στην παιδική ηλικία, κατακλύζει το άτομο και εκείνο αδυνατεί να το πιστέψει. Με βάση τα όσα είναι γνωστά σήμερα, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψιν ότι ο ανθρώπινος οργανισμός δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα πλαίσια.

Τη στιγμή που το τραυματικό γεγονός συμβαίνει ο εγκέφαλος δίνει αυτομάτως εντολή στο σώμα να παλέψει (fight), να αποδράσει (flight) ή να παγώσει (freeze). Αυτές οι λειτουργίες έχουν τεράστιες επιπτώσεις στη μνήμη μας και στη μετέπειτα επεξεργασία των τραυματικών αναμνήσεων.

Το κείμενο αυτό αποτελεί μια πολύ μικρή γεύση για το τι γνωρίζουμε σήμερα σχετικά με το τραύμα και τη λειτουργία της μνήμης. Επομένως, αντί να αμφισβητούμε τα ήδη πληγωμένα θύματα/ επιζώντες/ώσες κακοποίησης, εντείνοντας την αίσθηση ενοχής και ντροπής που αυτά νιώθουν, θα ήταν χρήσιμο αρχικά να ενημερωθούμε πάνω στο θέμα, για το οποίο πλέον υπάρχει πληθώρα έρευνας και βιβλιογραφίας κι έπειτα να το προσεγγίσουμε με σεβασμό και κατανόηση.


Βιβλιογραφία

    • Sanderson, C. (2013) Counselling Skills for Working with Trauma Healing from Child Sexual Abuse, Sexual Violence and Domestic Abuse, London: Jessica Kingsley Publishers
    • Van der Kolk, B. (2015) The Body Keeps the Score Mind, brain and body transformation of trauma Penguin Books

Ευχαριστίες:

Ευχαριστώ την Thelma van Rensburg για την παραχώρηση του έργου της (εικόνα):

“They were like strangers to her”, 2020
Collage, ink and thread on paper
21cm x 14cm. Από την σειρά The haunting of the Never recovered pieces, 2020

Ευχαριστώ την αγαπημένη μου φίλη και συνάδελφο Μαριαλένα Θεοφανίδου για την πολύτιμη βοήθειά της στην επιμέλεια της συγγραφής αυτού του άρθρου.

*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*

ΓΡΑΨΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

Παρακολούθηση σχολίων
Ειδοποίηση για
0 Σχόλια
Νεότερο
Το πιο παλιό Περισσότεροι ψήφοι
Inline Feedbacks
Δείτε όλα τα σχόλια