Τα υψηλά επίπεδα πόνου έχουν συνδεθεί με μείωση της ικανότητας της μνήμης εργασίας και με αύξηση της δραστηριότητας στο μεσοκοιλιακό πρoμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου.
Με ποιον τρόπο συνήθεις πόνοι της καθημερινότητας, όπως πονοκέφαλοι ή πόνοι στην πλάτη, επηρεάζουν την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε; Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι υγιή άτομα με πόνο παρουσιάζουν ελλείμματα στη μνήμη εργασίας ή στη γνωστική διαδικασία της διατήρησης και της διαχείρισης πληροφοριών σε σύντομες χρονικές περιόδους.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι σχετικές με τον πόνο διαταραχές στη μνήμη εργασίας εξαρτώνται από το επίπεδο συναισθηματικής δυσφορίας ενός ατόμου. Ωστόσο, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο ποιες εγκεφαλικές περιοχές και ποιοι ψυχολογικοί παράγοντες διαμορφώνουν τον ρόλο της συναισθηματικής δυσφορίας, συμβάλλοντας σε αυτήν τη σχέση.
Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neuropsychologia προσπάθησε να καλύψει αυτό το κενό στη βιβλιογραφία.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από τους προσφάτως αποφοιτήσαντες διδακτορικούς φοιτητές Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι Στίβεν Άντερσον, Τζοάνα Γουίτκιν και Τέιλορ Μπολτ, και τις συμβούλους τους Ελίζαμπεθ Λόζιν, διευθύντρια του Εργαστηρίου Κοινωνικών και Πολιτιστικών Νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι, Μαρία Λάμπρε, καθηγήτρια και αναπληρώτρια πρόεδρο του τμήματος Ψυχολογίας και Κλερ Άστον-Τζέιμς, ανώτερη λέκτορα στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.
Χρησιμοποιήθηκαν δημόσια διαθέσιμα δεδομένα απεικόνισης εγκεφάλου και αυτοαναφοράς από το Human Connectome Project (HCP), ένα έργο μεγάλης κλίμακας που χρηματοδοτήθηκε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) και στοχεύει στη χαρτογράφηση όλων των δομικών και λειτουργικών συνδέσεων ενός υγιούς ανθρώπινου εγκεφάλου.
Συλλέχθηκαν δεδομένα απεικόνισης εγκεφάλου και αυτοαναφοράς από 416 συμμετέχοντες και αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας τη μοντελοποίηση δομικής εξίσωσης (SEM), μια στατιστική τεχνική για τη μοντελοποίηση πολύπλοκων σχέσεων μεταξύ πολλαπλών μεταβλητών.
Στους 228 συμμετέχοντες που ανέφεραν ότι βίωσαν κάποιο επίπεδο πόνου 7 ημέρες πριν τη μελέτη, οι μελετητές διαπίστωσαν ότι η υψηλότερη ένταση πόνου συνδέεται άμεσα με χειρότερες αποδόσεις σε μια, συχνά χρησιμοποιούμενη, δοκιμασία μνήμης εργασίας, την ονομαζόμενη n-back.
Κατά τη δοκιμασία, στους συμμετέχοντες παρουσιάστηκε μια σειρά γραμμάτων και ρωτήθηκαν αν το γράμμα που έβλεπαν κάθε φορά είχε εμφανιστεί προηγουμένως. Όσο πιο πίσω στη σειρά εμφάνισης των γραμμάτων χρειαζόταν να ανατρέξουν, τόσο περισσότερο χρειάζονταν τη μνήμη εργασίας.
Επιπροσθέτως, οι μελετητές διαπίστωσαν ότι υψηλά επίπεδα πόνου συνδέονται, εμμέσως, με χειρότερες αποδόσεις της μνήμης εργασίας, μέσω της αυξημένης δραστηριότητας σε μια συγκεκριμένη περιοχή στο κέντρο του μετωπιαίου φλοιού κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας n-back, του μεσοκοιλιακού προμετωπιαίου φλοιού (vmPFC).
Το vmPFC είναι μια περιοχή του εγκεφάλου που εμπλέκεται στον πόνο, στη συναισθηματική δυσφορία και στη γνώση. Είναι ενδιαφέρον ότι, στη μελέτη αυτή, η σχέση ανάμεσα στον καθημερινό πόνο και τη δραστηριότητα του εγκεφάλου στην περιοχή vmPFC είναι παρόμοια με προηγούμενα ευρήματα σε ασθενείς με χρόνιους πόνους.
Διαπιστώσαμε ότι υγιείς συμμετέχοντες, ακόμη και με χαμηλά επίπεδα αναφερόμενου πόνου, είχαν διαφορετικά επίπεδα εγκεφαλικής δραστηριότητας στην περιοχή vmPFC κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας n–back, σε σύγκριση με τα επίπεδα εγκεφαλικής δραστηριότητας υγιών ανθρώπων που δεν είχαν αναφέρει κανέναν πόνο. Παραδόξως, αυτό το μοτίβο δραστηριότητας ομοίαζε περισσότερο σε ασθενείς που υπέφεραν από χρόνιους πόνους παρά σε υγιείς ασθενείς που εκτέθηκαν σε τεχνητούς πόνους στο εργαστήριο, δήλωσε η Γουίτκιν.
Αντίθετα, οι μελετητές διαπίστωσαν ότι ορισμένες πτυχές συναισθηματικής δυσφορίας που αναφέρθηκαν από τους συμμετέχοντες, όπως ο θυμός, ο φόβος και το άγχος, δεν συσχετίστηκαν με την απόδοση της μνήμης εργασίας.
Οι μελέτες που εξετάζουν τη σχέση μεταξύ πόνου και αντίληψης, κατά βάση έχουν επικεντρωθεί σε ασθενείς με χρόνιο πόνο ή σε συμμετέχοντες που τους έχει προκληθεί πόνος για πειραματικούς λόγους, σημείωσε ο Άντερσον.
Παρόλο που ο πόνος είναι μια κοινή εμπειρία για πολλούς ανθρώπους, ξέρουμε εκπληκτικά λίγα για το πώς η καθημερινή εμπειρία του πόνου επηρεάζει τη γνωστική λειτουργία.
Η χρήση του συνόλου των διαθέσιμων δεδομένων από το έργο HCP επέτρεψε στους μελετητές να συμπεριλάβουν δεδομένα από μια πολύ μεγαλύτερη ομάδα συμμετεχόντων από τη συνήθη σε μελέτες απεικόνισης εγκεφάλου, λόγω του υψηλού κόστους των σαρώσεων εγκεφάλου.
Αυτό το μεγάλο δείγμα τούς έδωσε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τη μοντελοποίηση δομικής εξίσωσης, μια, όπως προαναφέρθηκε, στατιστική τεχνική που επιτρέπει την κατανόηση των πολύπλοκων σχέσεων μεταξύ πολλαπλών μεταβλητών που, σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να συμβάλουν στην εξήγηση του πώς ο πόνος μειώνει τη μνήμη εργασίας. Οι μελετητές σημειώνουν ότι τα ευρήματά τους έχουν πιθανές συνέπειες τόσο σε κλινικές όσο και σε μη κλινικές συνθήκες.
Η έρευνα υπογραμμίζει την πραγματική επίδραση που μπορεί να έχει ο πόνος στην ικανότητά μας να σκεφτόμαστε, ακόμα και σε υγιή άτομα, και δείχνει πώς μπορεί να συμβεί αυτό στον εγκέφαλο, λέει η Λόζιν.
Έρευνα: Elizabeth Losin et al., Modeling neural and self-reported factors of affective distress in the relationship between pain and working memory in healthy individuals, Neuropsychologia
Απόδοση: Γιακουμή Μαρίλια, Φιλόλογος- Ειδική παιδαγωγός
Επιμέλεια: Ισμήνη Τσοχαλή, επιμελήτρια κειμένων
Πηγή
*Απαγορεύεται ρητώς η αναπαραγωγή χωρίς προηγούμενη άδεια των υπευθύνων της ιστοσελίδας*