Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μιλά για την κατάθλιψη που βίωσε και σπάει τα ταμπού της ψυχικής ασθένειας.
Μην πείτε: “Είναι όλα στο μυαλό σας”
Δεν έφτασα στα όρια της κατάθλιψης, έπαθα κατάθλιψη. Όπως θα όφειλα να κάνω, ζήτησα τη γνώμη ειδικών και πήρα φαρμακευτική αγωγή, και όπως προτρέπω και τους ανθρώπους να το κάνουν. Στην Ελλάδα υπάρχει μια σειρά από ταμπού, μεταξύ των οποίων ένα πολύ χοντρό ταμπού για την ψυχική υγεία, το οποίο οδηγεί πολύ συχνά να ακούμε ιστορίες ότι 17χρονα παιδιά τον καιρό των πανελληνίων εξετάσεων να πηδάνε από μπαλκόνια επειδή δεν αντέχουν την πίεση. Για μένα τότε ήταν πολλές ήττες, η μία πάνω στην άλλη.
Είναι πολύ εύκολο, ακόμα κι αν δεν έχεις ενδογενή κατάθλιψη, προβλήματα δηλαδή της βιοχημείας σου, είναι πολύ εύκολο για έναν άνθρωπο και αυτό συνέβη κατά κόρον την περίοδο της κρίσης, όλη αυτή την περίοδο, με δυο-τρία απανωτά χτυπήματα να βγει εκτός κέντρου βάρους και να σωριαστεί. Ο Γιούγκερμαν ήταν από τα μικρά, δεν είναι, βέβαια, ευχάριστο στο πρόσωπό σου να καθρεφτίζεται ένα ολόκληρο πράγμα που δεν πετυχαίνει. Μαζί ήταν επίσης το θέατρο Χώρα και τα προβλήματα που υπήρχαν, μαζί ήταν ο χωρισμός μου, ήταν μια σειρά από μικρούς θανάτους.
Διαβάστε σχετικά: Ψυχοθεραπεία και ταμπού
Αυτό, λοιπόν, με έριξε. Αναζήτησα τη βοήθεια ειδικού, ως όφειλα να κάνω και τη χημική θεραπεία, τα χάπια. Αποφάσισα ότι πρέπει να μιλάω γι’ αυτό, ακριβώς γιατί στην Ελλάδα έχουμε αυτό το ταμπού. Αισθανόμαστε ότι η ψυχική υγεία είναι κάτι για το οποίο δεν πρέπει να μιλάμε και δεν καταλαβαίνουμε ότι χρειάζεται οπωσδήποτε την επίσκεψη σε ειδικό. Και η φαρμακευτική αγωγή χρησιμεύει με τον ίδιο τρόπο που θα χρησίμευε το αν έχεις πονοκέφαλο να πάρεις μια ασπιρίνη ή αν έχεις διαβήτη να πάρεις ινσουλίνη.
Και είναι κρίμα να αφήνουμε τα προβλήματα της ψυχής, που στην πραγματικότητα είναι του εγκεφάλου, να μην τα αντιμετωπίζουμε σαν προβλήματα του σώματος συνολικά και να τα υποτιμούμε γιατί μπορεί να καταστρέψουμε τη ζωή μας…
{youtube}FebaZD-ZAr8{/youtube}
Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το: kourdistoportocali.com και συγγραφέας του άρθρου είναι ο Δρ Χρίστος Χ. Λιάπης