Ο Γιώργος Χριστοδούλου είναι Ομότιμος Καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει διατελέσει Πρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ψυχικής Υγείας (World Federation for Mental Health). Πριν λίγο καιρό, το PsychologyNow.gr βρέθηκε μαζί του στα γραφεία της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρίας όπου είχαμε την αποκλειστική ευκαιρία να απολαύσουμε μία πολύ όμορφη συζήτηση. Μας μίλησε για τη ζωή του, την πορεία του αλλά και ειδικότερα για την ψυχή, τους μύθους της ψυχικής ασθένειας και πώς μπορούμε να καταστήσουμε τον εαυτό μας ψυχικά υγιή.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου είναι Ομότιμος Καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει διατελέσει Πρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ψυχικής Υγείας (World Federation for Mental Health). Από την πρώτη στιγμή της επικοινωνίας του PsychologyNow.gr μαζί του, αποδέχθηκε τα αιτήματά μας για να συνδράμει με τις γνώσεις και το κύρος του στις διοργανώσεις για την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας και να μεταφέρει το μήνυμα της ψυχικής υγείας στο κοινωνικό σύνολο. Ο Καθηγητής Γιώργος Χριστοδούλου παρά τις πολλές διακρίσεις και τιμητικές θέσεις που έχει κατακτήσει στη μακρόχρονη πορεία του στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο, είναι ένας προσιτός, δοτικός και χαμογελαστός άνθρωπος, με ενσυναίσθηση και χιούμορ!
Πριν λίγο καιρό, το PsychologyNow.gr βρέθηκε μαζί του στα γραφεία της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρίας όπου είχαμε την αποκλειστική ευκαιρία να απολαύσουμε μία πολύ όμορφη συζήτηση. Μας μίλησε για τη ζωή του, την πορεία του αλλά και ειδικότερα για την ψυχή, τους μύθους της ψυχικής ασθένειας και πώς μπορούμε να καταστήσουμε τον εαυτό μας ψυχικά υγιή.
Ποιο ήταν το ερέθισμα για να ασχοληθείτε με την ψυχιατρική;
H αντίληψη που είχα για την ψυχιατρική πριν εισαχθώ στην Ιατρική Σχολή ήταν ασαφής. Πριν ακόμη μπω στο Πανεπιστήμιο ήξερα ότι ήθελα να ακολουθήσω αυτή την επιστήμη. Όμως η αντίληψη που είχα για την ψυχιατρική ήταν ρομαντική. Θεωρούσα ότι ήταν κάτι που έχει σχέση με τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τις καλές τέχνες, τις διαπροσωπικές σχέσεις, δεν είχα δηλαδή, ακριβή αντίληψη του εύρους της ψυχιατρικής επιστήμης και κυρίως ήμουν απληροφόρητος για την πρακτική πλευρά της άσκησής της.
Σιγά σιγά στην πορεία των σπουδών μου άρχισα να αντιλαμβάνομαι περί τίνος πρόκειται. Η απόφασή μου όμως όχι μόνο δεν αναιρέθηκε αλλά ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Ανακάλυψα ότι η ψυχιατρική ήταν ευρύτερη και σφαιρικότερη από όλες τις άλλες ειδικότητες της Ιατρικής, άγγιζε και τις άλλες εκτός Ιατρικής Επιστήμες και αυτό ήταν κάτι γοητευτικό για μένα. Θεώρησα δηλαδή, ότι ήταν η ειδικότητα των ειδικοτήτων και πολύ κοντά στις άλλες επιστήμες όπως τα μαθηματικά, η ηθική, η στατιστική, η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, οι ανθρωπιστικές επιστήμες.
Νομίζω ότι είναι η σφαιρικότερη όλων των ειδικοτήτων και με την ψυχιατρική μπορούν να ασχοληθούν άνθρωποι με διάφορες κλίσεις και διάφορες προσωπικότητες, εκτός από τη ναρκισσιστική και την κοινωνιοπαθητική που πρέπει να απαγορεύονται διά ροπάλου. Δηλαδή, κάποιος που έχει πρακτικό μυαλό και του αρέσουν τα μαθηματικά και η οργανωμένη σκέψη μπορεί να ασχοληθεί με την έρευνα. Κάποιος που έχει κλίση στη βιολογική ψυχιατρική, μπορεί να μπει στο εργαστήριο, να συσχετίζει τα δεδομένα και να δει πώς τα ευρήματα της έρευνας μεταφράζονται στην κλινική πράξη. Κάποιος που ενδιαφέρεται για τους ψυχολογικούς μηχανισμούς, μπορεί να ασχοληθεί με την ψυχοθεραπεία. Επομένως όλα τα πεδία είναι ανοιχτά στην ψυχιατρική και έτσι πρέπει να είναι. Δεν πρέπει να υπάρχει μία μοναδική κατεύθυνση.
Υπήρχαν κάποια πρόσωπα που επηρέασαν την επιλογή σας;
Ναι, υπήρχαν ορισμένα πρόσωπα που ενίσχυσαν την απόφασή μου αν και πιστεύω ότι και χωρίς αυτά, πάλι την ίδια απόφαση θα έπαιρνα. Ένα από αυτά ήταν ο καθηγητής Ιωάννης Πατρίκιος, καθηγητής Νευρολογίας από την Κεφαλλονιά, συμβατός με το μύθο περί των Κεφαλλήνων, ότι δηλαδή οι Κεφαλλονίτες είναι λίγο λοξοί αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντες άνθρωποι (γελάει).
Ο Πατρίκιος ήταν ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων άνθρωπος, γοητευτικός, ασχολούμενος με τη λογοτεχνία και την ποίηση και ιδιαίτερα με τον Βιζυηνό και με μία πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική παρουσία. Είχε χωρίστρα στη μέση, γκρίζα μαλλιά, μεγάλα φρύδια, μεγάλα μαύρα μάτια, γυαλιά και φορούσε την ιατρική μπλούζα και από πάνω μία ποδιά που έδενε πίσω και ξανά ερχόταν μπροστά και τελείωνε σε ένα κορδελάκι…Ήταν μία φυσιογνωμία εξαιρετικά θελκτική και θύμιζε τους παλαιούς νευρολόγους της εποχής του Charcot. Μας δίδασκε κυρίως νευρολογία και στο τέλος έκανε και τρία τέσσερα μαθήματα ψυχιατρικής.
Αυτά τα μαθήματα ψυχιατρικής ήταν το κάτι άλλο: ξεκινούσε το μάθημα με το σακάκι και το γιλέκο του και στην πορεία άναβε από ενθουσιασμό και άρχιζε να πετάει ένα-ένα τα ρούχα, την ποδιά, μετά την ιατρική μπλούζα, το σακάκι, το γιλέκο, σήκωνε τα μανίκια του επειδή ζεσταινόταν και έτσι ιδρωμένος, ξαναμμένος και περιχαρής συνέχιζε το ωραίο μάθημά του. Καθόμουν εκστατικός και τον θαύμαζα, όχι μόνο γι’αυτά που έλεγε αλλά κυρίως για τον τρόπο που τα έλεγε. Κάποτε ένας ειδικευόμενός μου, ο Δημοσθένης Κατρίτσης, μετά από ένα μάθημά μου, μου είπε «Σήμερα δώσατε ρεσιτάλ». Τι θα έλεγε ο Δημοσθένης αν είχε ακούσει (και δει) τον Πατρίκιο. Είχε το μυστικό του καλού δασκάλου που μπορούσε να εντυπώσει εικόνες στο μυαλό των φοιτητών του. Για παράδειγμα, θέλοντας να περιγράψει την κλινική εικόνα της μανίας μίλησε για μία περίπτωση όπου η ασθενής όρμηξε από το δωμάτιό της, πέρασε το κεφάλι της σπάζοντας το τζάμι για να ψάξει το γιατρό και ενθουσιασμένη και ματωμένη του φώναξε: Kαλημέρα καθηγητά!. Έτσι ήθελε να μας δείξει ο Καθηγητής πώς η μανία μπορεί να φτάσει σε ακραίες συμπεριφορές. Η επικέντρωση της ασθενούς ήταν αποκλειστικά σε αυτό που την ενδιέφερε. Το πώς να φανεί αρεστή στον καθηγητή.
Το μάθημά του γινόταν στο αμφιθέατρο του Αιγινητείου. Καθόμασταν σε ψάθινες καρέκλες καφενείου την εποχή εκείνη αλλά το αμφιθεατράκι μας ήταν πολύ ζεστό και φιλικό.
Πιστεύω ότι μία πανεπιστημιακή κλινική θα πρέπει να έχει πολυδιάστατο «εκλεκτικό» προσανατολισμό. Εκλεκτικό σημαίνει στην Ελληνική γλώσσα το αντίθετο από αυτό που σημαίνει στην Αγγλική. Το «eclectic» στα αγγλικά, σημαίνει ότι παίρνεις στοιχεία από παντού για να μορφώσεις γνώμη ή εκπαιδευτική πολιτική. Δε σημαίνει ότι είσαι μονοδιάστατος, επιλεκτικός. Και αυτή την πολυδιάστατη προσέγγιση στην Ψυχιατρική δηλ. να ανθίζουν όλα τα λουλούδια του κήπου εφήρμοσα και εγώ στην Κλινική μου καθώς και ο προκάτοχός μου ο Κώστας Στεφανής. Τη φιλοσοφία αυτή συνδιαμορφώσαμε μετά την αποχώρηση του Καθηγητού Δημητρίου Κουρέτα που είχε ψυχαναλυτικό προσανατολισμό. Η ψυχιατρική λοιπόν είναι ένας τομέας που συνθέτει και έτσι πρέπει να είναι.
Υπάρχει βέβαια και η αντίθετη άποψη, ότι ο κάθε ειδικευόμενος πρέπει να επιλέγει για την εκπαίδευσή του την κατεύθυνση που του ταιριάζει, βιολογική, ψυχολογική, ψυχοκοινωνική και ότι βάσει αυτής της επιλογής πρέπει να διαλέγει την Κλινική όπου θα ασκηθεί για να κάνει την ειδίκευσή του. Αυτή είναι μία άλλη προσέγγιση σεβαστή – όμως εγώ επιλέγω την πρώτη. Προσχωρώ δηλαδή στην αντίληψη ότι σε κάθε κλινική (και ιδιαίτερα στις Πανεπιστημιακές Κλινικές) πρέπει να υπάρχουν όλες οι κατευθύνσεις.
Ποια ήταν η πορεία σας όλα αυτά τα χρόνια;
Έκανα την ειδικότητά μου στο Αιγινήτειο νοσοκομείο. Τότε η ειδικότητα ήταν πολύ περιορισμένη σε χρόνο, δηλαδή ήταν ένας χρόνος παθολογία ένας χρόνος νευρολογία και ένας χρόνος ψυχιατρική. Την Παθολογία την έκανα στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα και στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Εν τω μεταξύ είχα στρατευθεί και πήγα στο ναυτικό όπου υπηρέτησα σχεδόν σε όλα τα καράβια του στόλου, επί 28μήνες.
Aρχικά, είχα τοποθετηθεί στο Ναυτικό Νοσοκομείο Σαλαμίνας. Στο Νοσοκομείο υπηρετούσαμε τρεις γιατροί Σημαιοφόροι (το αντίστοιχο του Ανθυπολοχαγού). Οι δύο γιατροί είχαν απαλλαχθεί και δεν έμπαιναν στα καράβια γιατί τους έπιανε η θάλασσα. Έτσι λοιπόν, ο μόνος γιατρός που έμπαινε στα καράβια ήμουν εγώ. Και όποτε έφευγε καράβι από τη Σαλαμίνα, ερχόταν σήμα στο νοσοκομείο να στείλουν γιατρό και ο γιατρός φυσικά ήμουν πάντα εγώ. Είχα πάντοτε μία μικρή βαλίτσα με τα ρούχα μου στο νοσοκομείο γιατί όποτε ερχόταν σήμα έπρεπε την ίδια μέρα να επιβιβασθώ στο καράβι και έλειπα συνήθως αρκετές ημέρες.
Ήμουν έτοιμος για αυτό και ήταν μία εξαιρετικά πλούσια εμπειρία για εμένα. Απεκόμισα πολλά πράγματα γιατί καθώς ήμουν ο μόνος γιατρός μέσα στο καράβι, γνώριζα ότι είχα την απόλυτη ευθύνη όλου του πληρώματος. Ήταν η πρώτη φορά λοιπόν, μετά από το πανεπιστήμιο, που αναλάμβανα πλήρη ιατρική ευθύνη για κάτι. Έμαθα να σταθμίζω τις προτεραιότητες. Και φυσικά δεν μπορούσα να τα μάθω αυτά από τα θεωρητικά μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Ήταν θέμα εμπειρίας.
Μετά από το ναυτικό, έκανα την άσκηση για την απόκτηση της ειδίκευσης στο Αιγινήτειο. Έκανα τη διδακτορική μου διατριβή κατά τη διάρκεια της ειδίκευσής μου σε ένα θέμα που την εποχή εκείνη αποτελούσε μυστήριο, δηλαδή, τη σχέση της Σεροτονίνης με τα ψυχικά νοσήματα. Το πειραματικό μέρος της διατριβής μου δημοσιεύθηκε στο American Journal of Psychiatry, το πιο έγκυρο ψυχιατρικό περιοδικό την εποχή εκείνη.
Στη συνέχεια πήγα στην Αγγλία όπου εργάσθηκα αρχικά στο νοσοκομείο Central Ηospital, στο Warwick και μετά στο ιστορικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Maudsley του Λονδίνου που θεωρείται η Μέκκα της οργανικής ψυχιατρικής. Kαι στα δύο αυτά νοσοκομεία είχα οργανική θέση και κλινικά καθήκοντα. Δεν ήμουν εκπαιδευόμενος. Το λέω αυτό γιατί πιστεύω ότι η Κλινική Ψυχιατρική δεν μαθαίνεται από τα βιβλία και από τα μαθήματα στο Αμφιθέατρο αλλά με την καθημερινή τριβή με τον άρρωστο.
Ακολούθησε η θητεία μου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο St. Bartholomew’s, το αρχαιότερο Νοσοκομείο του Λονδίνου. Εκεί, έκανα συμβουλευτική διασυνδετική ψυχιατρική και είχα κλινικά και διδακτικά καθήκοντα. Μετά πήγα στο Ινστιτούτο Νευρολογίας στο National Hospital for Nervous Diseases (“Queen Square”) όπου υπηρέτησα επίσης σε οργανική θέση στο εργαστήριο Ηλεκτροεγκεφαλογραφίας. Στη συνέχεια επέστρεψα στην Ελλάδα και βρέθηκα στην Τρίπολη να μετατρέπω το Σανατόριο της Τριπόλεως που είχε πάψει να λειτουργεί από τριετίας, σε Ψυχιατρικό Νοσοκομείο. Η προσγείωση αυτή ήταν κάπως απότομη. Το έργο που είχα αναλάβει ήταν βαρύ και πέραν αυτού δεν ήμουν αρκετά εξοικειωμένος με τις κοινωνικές συνθήκες στην Ελληνική Επαρχία.
Ήταν όμως μία εμπειρία εξαίρετη. Προσπάθησα να οργανώσω ένα Νοσοκομείο σε σύγχρονες βάσεις. Νομίζω ότι το κατάφερα, κάνοντας παράλληλα και αρκετές γκάφες, μία εκ των οποίων ήταν ότι επιχείρησα να μεταφέρω στο πολιτισμικό περιβάλλον της Ελληνικής Επαρχίας πρακτικές που αφορούσαν την Αγγλία, δηλαδή ένα διαφορετικό (προσοχή, όχι ανώτερο, απλώς διαφορετικό) πολιτισμικό περιβάλλον. Τότε, στην Ελληνική επαρχία, το 1968, επικρατούσαν οι πολιτισμικές συνθήκες των παλιών χρόνων, με όλα τα καλά και τα κακά τους.
Θυμάμαι μία ημέρα αποφάσισα να οργανώσω μία εκδρομή των ασθενών και μίσθωσα ένα λεωφορείο. Τους είπα ότι θα πάμε στην Τεγέα, θα καθίσουμε με τους ασθενείς στο τραπέζι, θα βάλουμε μουσική θα περάσουμε καλά. Ωστόσο, ο Διοικητικός Διευθυντής του Νοσοκομείου, με κάλεσε και μου είπε ότι δεν του άρεσε καθόλου η ιδέα της εκδρομής – άντρες και γυναίκες ασθενείς μαζί. Είσαι με τα καλά σου, τι θα πουν οι σύζυγοι που θα μάθουν ότι οι γυναίκες τους είναι μαζί με άλλους άντρες, διασκεδάζουν, τρώνε και χορεύουν; Θα γίνει σφαγή! Τελικά ο ίδιος, υπονόμευσε το σχέδιο. Η εκδρομή δεν έγινε και η πρωτοβουλία μου θεωρήθηκε σκανδαλώδης. Έγινα δακτυλοδεικτούμενος όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοί μου σε σημείο που όταν πηγαίναμε βόλτα στην πόλη έλεγαν όλοι: Έρχονται οι ψυχίατροι!και μας έβλεπαν με στραβό μάτι. Τελικά, το νοσοκομείο οργανώθηκε, πήγε πολύ καλά, αρκετές αντιστάσεις της τοπικής κοινωνίας υπεχώρησαν, καταφέραμε να οργανώσουμε εκδρομή με άνδρες και γυναίκες χωρίς παρατράγουδα, ασχοληθήκαμε και με την κλινική έρευνα, οργανώσαμε μαθήματα για το προσωπικό και ήταν κάτι το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό για την ψυχική υγεία στην περιοχή αλλά και για μένα.
Μετά από αυτό, ανέλαβα το Νευρολογικό και Ψυχιατρικό Τμήμα του Τζανείου Νοσοκομείου στον Πειραιά όπου έκανα συμβουλευτική διασυνδετική ψυχιατρική και νευρολογία και στη συνέχεια πήγα στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο, που ήταν η έδρα της Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής, όπου ήμουν στην αρχή Επιμελητής, μετά Εντεταλμένος Υφηγητής, Επίκουρος Καθηγητής, Αναπληρωτής Καθηγητής και τέλος Τακτικός Καθηγητής και Διευθυντής της Κλινικής, εξήντλησα, δηλαδή όπως λένε όλη την κλίμακα της Πανεπιστημιακής Ιεραρχίας.
Πώς ασχοληθήκατε με την προληπτική ψυχιατρική;
Θεωρούσα πάντα ότι η πρόληψη είναι πιο σημαντική από τη θεραπεία. Η ενασχόλησή μου όμως με την προληπτική ψυχιατρική εδραιώθηκε όταν ασχολήθηκα με το λίθιο, ένα φάρμακο που λειτουργεί προληπτικά, προφυλάσσει δηλαδή από τις φάσεις της διπολικής διαταραχής (μανιο-καταθλιπτικής ψύχωσης).
Αρχίζοντας από το λίθιο, μελέτησα και άλλες ουσίες με προφυλακτική δράση όχι μόνο στη διπολική διαταραχή αλλά και σε άλλες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις. Παραλλήλως μελέτησα και ψυχολογικές καθώς και ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις που μπορούν να έχουν προληπτικό αποτέλεσμα. Γενικεύτηκε λοιπόν το ενδιαφέρον μου για την Προληπτική Ψυχιατρική. Αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος αυτού ήταν να ιδρυθεί η Εταιρεία Προληπτικής Ψυχιατρικής στην Ελλάδα, το Section of Preventive Psychiatry of the World Psychiatric Association και να εκδοθούν τρία ξενόγλωσσα βιβλία από τον οίκο Karger και δύο Ελληνικά βιβλία με θέμα την Ψυχιατρική Πρόληψη.
Σε ποιους τομείς μπορεί να εφαρμοστεί η προληπτική ψυχιατρική;
Μπορεί να εφαρμοσθεί πρόληψη ακόμα και πριν γεννηθεί το παιδί, με την ψυχιατρική γενετική συμβουλευτική. Όταν, για παράδειγμα, έχουμε δύο ανθρώπους που θέλουν να κάνουν παιδί αλλά έχουν κληρονομική προδιάθεση για σχιζοφρένεια ή πάσχουν από τη νόσο, πρέπει να τους ενημερώσουμε γιατί υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γεννήσουν παιδί που να έχει το ίδιο πρόβλημα. Η πρόληψη έχει σημασία και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (αν θα έχει ψυχολογική στήριξη η εγκυμονούσα, αν θα είναι, αντιθέτως, ψυχολογικά πιεσμένη, αν θα είναι σίγουρη για τη συμπαράσταση του συντρόφου, αν το παιδί είναι επιθυμητό και από τους δύο, κλπ). Η πρόληψη βοηθάει όμως και στις περιπτώσεις που έχουμε να κάνουμε με μία εγκυμονούσα που έχει ψύχωση. Φάρμακα δεν μπορεί να πάρει ιδίως στους τρεις πρώτους μήνες γιατί υπάρχει κίνδυνος για το έμβρυο. Χρειάζεται επομένως ψυχοθεραπευτική υποστήριξη από ειδικό και τη συμπαράσταση του περιβάλλοντος ώστε να προλάβουμε (πρόληψη!) την εκδήλωση ψυχοπαθολογίας.
Η ψυχιατρική πρόληψη είναι επίσης αναγκαία για να μη γίνονται εξάρσεις (υποτροπές) της σχιζοφρένειας. Στις περιπτώσεις αυτές είναι αρκετά συχνά αναγκαία η προληπτική φαρμακευτική αγωγή παράλληλα με ψυχοκοινωνική φροντίδα επί πολλά χρόνια, ίσως και δια βίου. Στη διπολική διαταραχή είναι απαραίτητη η προληπτική αγωγή με άλατα λιθίου (ή υποκατάστατα) ώστε να μην έχουμε φάσεις της νόσου (μια που ξέρουμε ότι η διπολική διαταραχή έχει φασική πορεία).
Γιατί οι ψυχικές «παθήσεις» ονομάζονται ψυχικές διαταραχές; Δεν είναι ασθένειες της ψυχής;
Προτιμούμε να τις ονομάζουμε «διαταραχές» επειδή στις περισσότερες από αυτές δεν υπάρχει εργαστηριακή επιβεβαίωση της διάγνωσης. Δεν υπάρχουν δηλαδή ιστολογικά, παθολογοανατομικά, ακτινολογικά ή μικροβιολογικά ευρήματα, που να τεκμηριώνουν τη διάγνωση.
Στην ψυχιατρική, η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό και την κλινική παρατήρηση. Γι’ αυτό έχει τόση σημασία η ψυχιατρική συνέντευξη και η άντληση πληροφοριών από ποικίλες πηγές. Για παράδειγμα, στη διπολική διαταραχή (μανιο-καταθλιπτική ψύχωση όπως λεγόταν παλαιότερα) η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εικόνα (που μπορεί να είναι κατάθλιψης ή μανίας), στο ιστορικό (φάσεις της μιας ή της άλλης κατάστασης που διαρκούν μερικούς μήνες με παρεμβολή διαστήματος «νορμοθυμίας», δηλαδή φυσιολογικής λειτουργίας) και δευτερευόντως στην κληρονομική επιβάρυνση, την προηγούμενη προσωπικότητα και σε άλλα στοιχεία που είναι καταγεγραμμένα στα ημιδομημένα ψυχιατρικά ιστορικά (κυρίως των Πανεπιστημιακών Κλινικών).
Μπορείτε να μας αναφέρετε κάποιους μύθους που αφορούν στην ψυχική υγεία;
Ένας από τους μύθους στην ψυχιατρική είναι ότι η ηλεκτροθεραπεία (το «ηλεκτροσόκ») είναι μέθοδος βασανισμού. Το ηλεκτροσόκ λοιπόν δεν είναι βασανιστήριο. Δεν πονάει. Ούτε προκαλεί σπασμούς όταν χορηγείται με αναισθησία και μυοχαλάρωση, όπως δηλαδή γίνεται σήμερα σε όλο τον κόσμο. Πολλές φορές η μέθοδος αυτή μπορεί να σώσει τη ζωή του ασθενούς. Σε καταστάσεις βαρειάς αυτοκαταστροφικής κατάθλιψης που δεν ανταποκρίνεται σε φάρμακα, η ηλεκτροθεραπεία έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Παρά ταύτα η θεραπευτική αυτή μέθοδος χρησιμοποιείται ελάχιστα. Γιατί; Επειδή υπάρχει παραπληροφόρηση του κοινού και ταυτίζεται με τα βασανιστήρια. Επικράτησε ο «μύθος».
Στην Αργεντινή πριν μερικά χρόνια, κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Συνεδρίου Ψυχικής Υγιεινής, μια Αμερικανίδα ομιλήτρια έλεγε ότι τα φάρμακα δεν έχουν θέση στη θεραπεία της κατάθλιψης και φυσικά ούτε το ηλεκτροσόκ, αυτή η «απάνθρωπη μέθοδος βασανισμού» και ότι είναι εντελώς απαράδεκτο να χρησιμοποιείται στις μέρες μας. Μιλούσε σαν να έκανε διακήρυξη, υποθέτοντας ότι επειδή στο ακροατήριο οι περισσότεροι ήταν ασθενείς («καταναλωτές») θα είχε θετική ανταπόκριση αυτό που έλεγε. Έπεσε μία παγερή σιωπή … Σε κάποια στιγμή, σηκώθηκε μία ασθενής από το ακροατήριο και είπε πως αυτά που είπε η ομιλήτρια ή σαν εντελώς απαράδεκτα και ότι η ίδια έπασχε από βαριά κατάθλιψη για την οποία υποβλήθηκε σε φαρμακευτική θεραπεία και ψυχοθεραπεία χωρίς αποτέλεσμα και τελικά έκανε ηλεκτροσόκ και έγινε καλά. Είπα στην ομιλήτρια ότι πριν μιλήσει θα έπρεπε να συμβουλευθεί έναν κλινικό ψυχίατρο ή να μελετήσει τη βιβλιογραφία.
Υπάρχουν και άλλοι μύθοι σε σχέση με την ψυχική ασθένεια και ένας από αυτούς είναι η επικινδυνότητα.
Οι ψυχικά πάσχοντες δεν είναι σημαντικά πιο επικίνδυνοι από τους λεγόμενους υγιείς.
Δεν μπορούμε λοιπόν στο όνομα της επικινδυνότητας να στερήσουμε την ελευθερία σε αυτούς που έχουν ένα πρόβλημα ψυχικής υγείας. Ποτέ δεν σκεφθήκαμε να καταργήσουμε τα αυτοκίνητα επειδή προκαλούν τροχαία ατυχήματα, με μεγάλη όμως άνεση στερούμε την ελευθερία στους ψυχικώς πάσχοντες συνανθρώπους μας εν ονόματι της «επικινδυνότητας».
Ένας άλλος μύθος είναι ότι οι πάσχοντες από ψυχικό νόσημα δεν θεραπεύονται.
Αυτή είναι μια λανθασμένη αντίληψη που οφείλεται στην χρονιότητα πολλών ψυχικών παθήσεων. Ωστόσο, υπάρχουν και σωματικά νοσήματα που είναι χρόνια. Ο διαβήτης και η υπέρταση είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Στα χρόνια νοσήματα, σωματικά ή ψυχικά, είναι απαραίτητη η συνεχής θεραπεία για θεραπευτικούς ή και προφυλακτικούς λόγους. Για παράδειγμα, στη διπολική διαταραχή είναι απαραίτητη η προφυλακτική αγωγή με λίθιο ή υποκατάστατα ώστε να περιορισθούν ή και να εξαλειφθούν τελείως οι φάσεις της οδυνηρής και δυνητικά αυτοκαταστροφικής αυτής διαταραχής. Αν η προφυλακτική αυτή αγωγή εφαρμοσθεί με συνέπεια, έχουμε στην ουσία ίαση. Υπάρχει βέβαια κάποιο τίμημα γι’ αυτό και το τίμημα είναι να παίρνει ο πάσχων προφυλακτική αγωγή για όλη του τη ζωή. Το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με την υπέρταση ή τον διαβήτη;
Ποια είναι η σχέση της πρόληψης της ψυχικής διαταραχής με την προαγωγή της ψυχικής υγείας;
Υπάρχει μία βασική διαφορά ανάμεσα στην πρόληψη και την προαγωγή. Η πρόληψη αφορά στην αρρώστια ενώ η προαγωγή αφορά στην υγεία. Στην πρόληψη προσπαθούμε να προφυλάξουμε τον ασθενή από την αρρώστια, π.χ. (για να χρησιμοποιήσουμε πάλι το παράδειγμα της διπολικής διαταραχής) χορηγώντας λίθιο σε προφυλακτική βάση. Στην προαγωγή ενισχύουμε τις αντιστάσεις, την ανθεκτικότητα (resilience) του ανθρώπου που απειλείται από ψυχική νόσο και τον ενδυναμώνουμε (empowerment).
H προαγωγή ίσως έχει μεγαλύτερη σημασία γιατί αφορά στη διατήρηση της υγείας ενώ η πρόληψη αφορά στην προστασία από την αρρώστια. Αυτά τα δύο μοιάζουν αλλά δεν ταυτίζονται.
Πώς βλέπετε τη διαχείριση που έχει η ψυχική υγεία στη χώρα μας;
Η ψυχική υγεία θεωρείται δευτερευούσης σημασίας και αυτό το βλέπει κανείς στην υποχρηματοδότηση που έχει. Όταν αξιοποιούνταν τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε μία σημαντική αλλαγή στο χώρο. Αυτό δεν μπορούμε να το αρνηθούμε: η ψυχική υγεία ήταν σε πρωτόγνωρη άνθηση χάρη στην ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά νομίζω ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν τα κονδύλια αυτά στο βαθμό που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, δεν επετεύχθη η τομεοποίηση. Έγινε μία πρόοδος αλλά θα μπορούσε να είχε γίνει ακόμα μεγαλύτερη. Τώρα είναι αργά γιατί ο κρουνός των Ευρωπαϊκών κονδυλίων στέρεψε.
Στην παρούσα φάση τα πράγματα είναι δύσκολα. Είναι γνωστό ότι σε περίοδο οικονομικής κρίσης, η ψυχική υγεία είναι η πρώτη που παραμελείται σε χρηματοδότηση καθώς θεωρείται δευτερεύουσα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, συμβαίνει και Διεθνώς.
Το πρόσωπο της ψυχικής υγείας θα αλλάξει κάποτε, όμως αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, θα αλλάξει όταν θα βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση.
Αυτό θα αλλάξει κάποτε, όμως αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, θα αλλάξει όταν θα βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση. Ως προς τα στερεότυπα της κοινωνίας, είναι βαθιά ριζωμένα εδώ και αιώνες. Οι στιγματιστικές αντιλήψεις για την ψυχική ασθένεια δύσκολα ξεριζώνονται. Έχει γίνει βέβαια κάποια πρόοδος αλλά τα βήματα πρέπει να είναι προσεκτικά για να μην προκύψουν αντιδράσεις και οπισθοδρόμηση.
Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να προστατεύσει την ψυχική του υγεία;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι να σκεπτόμαστε θετικά, να απολαμβάνουμε αυτά που έχουμε, να μη ζηλεύουμε τους άλλους που θεωρούμε ότι έχουν περισσότερα, να εκτιμούμε το αγαθό της ζωής, να είμαστε ευχαριστημένοι από αυτό που κάνουμε, να μην έχουμε εξωπραγματικούς στόχους.
Αν θέλουμε να τα αλλάξουμε όλα σήμερα, δεν θα τα αλλάξουμε, δεν γίνεται, χρειάζεται ένα βήμα κάθε φορά και χρειάζεται να λέμε μπράβο (στους εαυτούς μας και στους συνεργάτες μας, στην οικογένεια και στη δουλειά) σε κάθε βήμα.
Εγώ βλέπω ότι η ψυχική πάθηση στην εποχή μας αντιμετωπίζεται με καλύτερο τρόπο από ό,τι παλαιότερα. Παλαιότερα η λέξη αναφοράς ήταν «ο τρελός», ενώ τώρα ο ψυχικά ασθενής γίνεται περισσότερο αποδεκτός. Ο κόσμος τόλμησε και βγήκε έξω και είπε ότι έχει και αυτός ένα συγγενή με ψυχική πάθηση. Άλλωστε δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει κάποιον με ψυχική διαταραχή και αυτό μας κάνει πιο ευαίσθητους, πιο ανθρώπινους. Αρχίζουμε και καταλαβαίνουμε το πρόβλημα και των άλλων και του γονιού που έχει ένα παιδί με ψυχολογικές δυσκολίες. Άλλοτε λέγαμε «τι δουλειά έχουν τα παιδιά μου με το τρελό παιδί» ενώ τώρα σκεφτόμαστε και φερόμαστε όπως θα φερόμασταν αν το δικό μας παιδί αντιμετώπιζε δυσκολίες.
Χρειάζεται να μπαίνουμε στη θέση του άλλου, να έχουμε ενσυναίσθηση. Χρειάζεται υπομονή και ανεκτικότητα στην αποκλίνουσα συμπεριφορά. Θα μπορούσαν όμως και οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας να οργανωθούν καλύτερα.
Δεν αξιοποιήσαμε τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν ήμασταν προετοιμασμένοι, δεν ήταν οργανωμένο και το υπουργείο ώστε να κάνει μία ουσιαστική Ψυχιατρική «Μεταρρύθμιση». Έγιναν μερικά σημαντικά βήματα κυρίως στον τομέα της αποασυλοποίησης αλλά η ψυχιατρική μεταρρύθμιση συνολικά παραμένει ημιτελής σαν την ομώνυμη συμφωνία του Shubert. Το θέμα είναι όμως να μη γυρίσουμε ακόμη πιο πίσω εξαιτίας της κρίσεως και της συνακόλουθης παραμέλησης της ψυχικής υγείας. Γιατί αυτός ο κίνδυνος είναι υπαρκτός.
Ποια είναι τα συστατικά που πιστεύετε ότι κάνουν έναν άνθρωπο ψυχικά υγιή;
Αυτό είναι ένα θέμα για το οποίο έχουν γίνει πολλές συζητήσεις που δεν θεωρώ σκόπιμο να μεταφέρω εδώ. Θα πω δύο μόνο πράγματα.
Πρώτον, ότι η απουσία ψυχικής νόσου δεν φθάνει για να χαρακτηρίσουμε κάποιον υγιή. Χρειάζονται και μερικά άλλα πράγματα. Δηλαδή η ψυχική υγεία δεν ορίζεται με κυκλική λογική.
Δεύτερον, ότι βασικό στοιχείο από αυτά τα «μερικά άλλα πράγματα» είναι το «ευ έχειν», η ευεξία, να είναι κανείς ευχαριστημένος από τον εαυτό του, τους άλλους και τη ζωή του στο σύνολό της.
Βλέποντας τον κατάλογο των Προέδρων της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ψυχικής Υγείας διαπιστώνουμε ότι δύο Έλληνες τιμήθηκαν με αυτή τη διάκριση: Ο καθηγητής της Υγιεινής Γεράσιμος Αλιβιζάτος (1963-1965) και εσείς (2013-2015). Πώς εξηγείτε την εκλογή σας στη σημαντική αυτή θέση;
Νομίζω ότι η εκλογή μου οφείλεται στο ότι εκτιμήθηκε η εμμονική μου ενασχόληση με την πρόληψη και την προαγωγή της ψυχικής υγείας που συνιστούν δύο από τους βασικούς στόχους της ψυχικής υγιεινής. Η ενασχόλησή μου αυτή έχει και την αντίστοιχη καταγραφή σε δημοσιεύσεις και βιβλία στα οποία αναφέρθηκα ήδη.
Κάτι άλλο που έπαιξε ρόλο ήταν η εμπειρία μου στη Διοίκηση γιατί είχε προηγηθεί η προεδρική μου θητεία στο International College of Psychosomatic Medicine, στην Επιτροπή Ηθικής της World Psychiatric Association, στην Psychiatric Association for Eastern Europe and the Balkans (PAEEB) και στην Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία όπου ήμουν πρόεδρος επί 16 συνολικά έτη.
Η Παγκόσμια Ομοσπονδία έκανε και κάνει σημαντικό έργο. Είναι όμως ένας δύσκολος οργανισμός που η δυσκολία του σχετίζεται με την πολυμορφία στη σύνθεσή του. Κατά τη διάρκεια της δικής μου προεδρίας στο Δ.Σ. συμμετείχαν ψυχίατροι, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, advocates (διαμεσολαβητές), διοικητικοί και ασθενείς (consumers). Η συνεννόηση ήταν μερικές φορές πολύ δύσκολη! Ωστόσο, αυτή η πολυμορφία στην εκπροσώπηση είχε και σημαντικά πλεονεκτήματα.
Τι είναι τελικά η ψυχή;
Στην ψυχιατρική νοούμε την ψυχή ως το αποτέλεσμα της λειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος. Από εκεί (δηλαδή από τον εγκέφαλο) απορρέουν οι ψυχικές λειτουργίες. Ο εγκέφαλος είναι ένα περίπλοκο και πολυσύνθετο όργανο. Επιτελεί θαυμαστές λειτουργίες και μπορεί να διασυνδέσει τη σκέψη, το συναίσθημα, τη βούληση, τις γνωσιακές λειτουργίες (μνήμη, προσοχή, συγκέντρωση κλπ) την ψυχοκινητική δραστηριότητα και καθορίζει τον τρόπο που η μία λειτουργία επηρεάζει την άλλη.
Και στη φυσιολογική ζωή παρουσιάζεται αυτή η διασύνδεση: το συναίσθημα κατευθύνει τη σκέψη σε ένα δίαυλο εναρμονισμένο με το κάθε φορά αναδυόμενο συναίσθημα αλλά συμβαίνει και το αντίθετο, η σκέψη δηλαδή πυροδοτεί το συναίσθημα. Δεν υπάρχουν στεγανά.
Στις ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, το καταθλιπτικό συναίσθημα επηρεάζει τη σκέψη και μας κάνει να σκεφτόμαστε ότι είμαστε κατώτεροι από τους άλλους, ότι είμαστε ένοχοι και ότι πρέπει να πεθάνουμε. Δηλαδή το συναίσθημα επηρεάζει τη σκέψη σε μία λανθασμένη κατεύθυνση. Όλες αυτές οι λειτουργίες συνδέονται.
Μόνο για διδακτικούς λόγους τις εξετάζουμε ξεχωριστά. Ο εγκέφαλος είναι ένα δημιουργικό όργανο συνάψεων που σχετίζονται με ένα πλήθος λειτουργιών και μαζί διαμορφώνουν μία ενότητα.
Είναι λάθος να εξετάζει κανείς κάθε μία λειτουργία ξεχωριστά, όλες οι λειτουργίες λειτουργούν μαζί και όταν ένα σημείο του εγκεφάλου παύει να λειτουργεί, η λειτουργία υποκαθίσταται αντιρροπιστικά από τα διπλανά σημεία και αυτό είναι αξιοθαύμαστο γιατί έχουμε μία δυναμική συνεργασία όπου ο εγκέφαλος εξακολουθεί να λειτουργεί παρά τη δυσκολία.
Ψυχή και θεολογία πώς συμβαδίζουν; Έχει και η θεολογία δικαίωμα στην ψυχή και μάλιστα στην ερμηνεία της ψυχικής διαταραχής με το δικό της τρόπο.
Tο ερώτημα «τι είναι η ψυχή» σε σχέση (και σε αντιδιαστολή) με τη θεολογική αντίληψη είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα. Είχαμε παλαιότερα μία συζήτηση με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και συζητούσαμε για την αντίληψη πολλών ιερέων ότι η ψυχιατρική προωθεί τη σεξουαλική αποχαλίνωση.
Προφανώς η αντίληψη αυτή απορρέει από παρερμηνεία της φροϋδικής διδασκαλίας. Σε σχέση με την έννοια της ψυχής συμφωνήσαμε ότι άλλη η ψυχιατρική και άλλη η θεολογική έννοια της ψυχής. Είναι ατυχές ότι η ψυχιατρική και η υπερβατική έννοια εκφράζονται με την ίδια λέξη. Τώρα όμως δε γίνεται να αλλάξει αυτό, μετά από τόσους αιώνες!
Πρέπει όμως να πω ότι η συνεργασία μας με την εκκλησία, τόσο όταν προκαθήμενος ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος όσο και προσφάτως που προκαθήμενος είναι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος υπήρξε άψογη και υποδειγματική. Στην εδραίωση αυτής της συνεργασίας συνετέλεσε η μεσολάβηση του μαθητή μου Αιδεσιμολογιώτατου Αδαμαντίου Αυγουστίδη, που έχοντας τη διπλή ιδιότητα του ψυχιάτρου και κληρικού λειτούργησε ως συνδετικός κρίκος.
Προϊόν της συνεργασίας μας με την Εκκλησία ήταν ένα σεμινάριο για ιερείς πανεπιστημιακού επιπέδου στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους στα Ιλίσια, που κράτησε 1,5 χρόνο. Διδάξαμε ψυχοπαθολογία. Ήταν εκπληκτική η συμμετοχή και ο ενθουσιασμός των κληρικών. Συζητήσαμε ευαίσθητα ζητήματα επαλληλίας ψυχιατρικής-θεολογίας μακριά από προκαταλήψεις. Ιδιαιτέρως επικεντρωθήκαμε στην ανάγκη ψυχιατρικής παραπομπής εφήβων που παρουσιάζουν για πρώτη φορά ψυχωσικά συμπτώματα, όπως ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις, αντί να καταφεύγει ο ιερέας σε εξορκισμούς. Αυτός είναι ένας ευαίσθητος χώρος, καταφέραμε όμως να βρούμε πεδίο συνεννόησης.
Με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο είχαμε στενή συνεργασία από τότε που ήταν Επίσκοπος Θηβών και Λιβαδειάς. Τότε μας είχε παραχωρήσει το Γηροκομείο της Λιβαδειάς για να στεγάσουμε τους χρόνιους ασθενείς που φέραμε από το ψυχιατρείο της Λέρου (στο οποίο ο τύπος της εποχής αναφερόταν με το χαρακτηρισμό «κολαστήριο»). Η συνεργασία μας συνεχίσθηκε σε επίπεδο εκπαίδευσης και κορυφώθηκε όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος, πάντα σε συνεργασία με τον μαθητή μου Ψυχίατρο Παπά-Διαμαντή Αυγουστίδη που εντωμεταξύ έγινε Αναπληρωτής Καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Βιογραφικό:
Ο Γιώργος Χριστοδούλου είναι Ομότιμος Καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει διατελέσει Πρόεδρος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ψυχικής Υγείας (World Federation for Mental Health). Μετά από θητεία 16 ετών ως Πρόεδρος, είναι σήμερα Επίτιμος Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας. Επίσης είναι Honorary Fellow της World Psychiatric Association, ενώ έχει διατελέσει Πρόεδρος του International College of Psychosomatic Medicine. Διετέλεσε Διευθυντής της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1996-2003), Διευθυντής του Τομέα Κοινωνικής Ιατρικής, Ψυχιατρικής και Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1996-2003), Μέλος του Δ.Σ. της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1996-2003), Πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής & Ερευνών, του μεγαλύτερου φορέα παροχής εξωνοσοκομειακών ψυχιατρικών υπηρεσιών στην Ελλάδα (1989- 1994 και 2003 έως 2010). Διετέλεσε επίσης, Πρόεδρο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ψυχιατρικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1992-1996). Είναι ιδρυτής και Πρόεδρος της Εταιρείας Προληπτικής Ψυχιατρικής και ιδρυτής και Επίτιμος Πρόεδρος της Ψυχιατρικής Εταιρείας Ανατολικής Ευρώπης & Βαλκανίων ενώ υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος του European Division του Royal College of Psychiatrists του οποίου είναι Honorary Fellow.
Έχει πλούσιο διδακτικό έργο στην Ελλάδα και το εξωτερικό (επισκέπτης καθηγητής στο Harvard κλπ) και πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο (περισσότερες από 300 δημοσιευμένες επιστημονικές εργασίες, πάνω από 30 βιβλία σε ελληνική και αγγλική γλώσσα).
Επιμέλεια Συνέντευξης: Χάρης Πίσχος Ψυχολόγος PhD(c), Υπαρξιακός Συστημικός Ψυχοθεραπευτής – Χρύσα Καριεντίδου, Ψυχολόγος