Ποιες είναι οι σύγχρονες προσεγγίσεις που εξετάζουν τη Δυσφορία Φύλου (πρώην Διαταραχή Ταυτότητας Φύλου);
Στην πρόσφατη έκδοση του DSM-5 η διάγνωση της διαταραχής ταυτότητας φύλου καταργήθηκε και προστέθηκε ο όρος δυσφορία φύλου (GD). Η ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου είναι μια σύνθετη και πολύπλευρη διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει γενετικούς, ορμονικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η δυσφορία φύλου μπορεί να εντοπιστεί σε δύο αναπτυξιακά στάδια, είτε σε αυτό της παιδικής είτε της εφηβικής ηλικίας.
Η θεραπεία μέσω ορμονών, ξεκινάει όταν κριθεί ότι το άτομο έχει την ικανότητα να συναινέσει κατανοώντας ότι αυτή η θεραπεία είναι μη αναστρέψιμη. Οι επαγγελματίες υγείας οφείλουν να υπηρετούν σωστά τα καθήκοντά τους, βοηθώντας τους ανθρώπους με δυσφορία φύλου να αλλάξουν την εξωτερική τους εικόνα με τέτοιο τρόπο, ώστε να συγκλίνει με την εσωτερική τους.
Κομβικής σημασίας σε αυτή τη διαδικασία και απαραίτητες προϋποθέσεις για την κατάκτηση υψηλής ποιότητας ζωής, είναι η υποστήριξη και η επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας και η εμπιστοσύνη. Με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η αποδοχή της ταυτότητας φύλου και αποδυναμώνονται τα στερεότυπα, τα οποία ευθύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό για τις συναισθηματικές δυσκολίες.
Στα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-5 για τη δυσφορία φύλου, αναγράφεται η τεράστια ασυμφωνία που βιώνουν τα άτομα εξαιτίας του βιολογικού τους φύλου και η έντονη επιθυμία τους να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά ενός άλλου φύλου.
Ο στόχος της αλλαγής της ορολογίας στο DSM-5 ήταν να μειωθεί το στίγμα που βιώνουν αυτοί οι άνθρωποι, δίνοντας έμφαση στη δυσφορία φύλου και όχι στην ταυτότητα φύλου. Σχετικά με τους αιτιολογικούς παράγοντες της δυσφορίας φύλου, έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες από διαφορετικούς επιστημονικούς χώρους.
Μέσα από μια βιολογική οπτική, οι ερευνητές κάνουν λόγο για ανατομικούς, γενετικούς, ορμονικούς, επιγενετικούς και νευρολογικούς παράγοντες, καθώς και για διαφορετική λειτουργία στη δομή του εγκεφάλου.
Οι κοινωνικές προσεγγίσεις και η κοινωνική- γνωστική θεωρία, θεωρούν ότι η ύπαρξη δυσφορίας φύλου μπορεί να συνδέεται με δυσκολίες στη σχέση μητέρας- βρέφους τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του. Αν και ο πρωταρχικός δεσμός είναι πολύ σημαντικός για τον τρόπο που σχετιζόμαστε, ερευνητικά δεν έχει βρεθεί θετική συσχέτιση μεταξύ της ανταπόκρισης των γονέων και της δυσφορίας φύλου.
Οι πιο σύγχρονες προσεγγίσεις εξετάζουν το ζήτημα συνθέτοντας βιολογικούς, κοινωνικούς, εξελικτικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Υιοθετώντας μια ολιστική προσέγγιση, είναι πολύ σημαντικό οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που παρέχουν υποστήριξη σε άτομα με δυσφορία φύλου, να επικεντρώνονται τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις όσο και στις ενδοατομικές συγκρούσεις που βιώνουν.
Είναι πολύ σύνηθες στους ανθρώπους με δυσφορία φύλου να αντιμετωπίζουν ψυχολογικές και συναισθηματικές δυσκολίες, συμπεριφορικά θέματα, διαταραχές διάθεσης, καταθλιπτική συμπτωματολογία, άγχος και αυτοκτονική συμπεριφορά. Για το λόγο αυτό συνίσταται η ψυχολογική υποστήριξή τους από εξειδικευμένους επαγγελματίες σε ζητήματα φύλου.
Οι ιατρικές θεραπευτικές παρεμβάσεις, περιλαμβάνουν την ορμονοθεραπεία, τα στεροειδή και τις χειρουργικές επεμβάσεις. Ωστόσο, σχετικά με τις μόνιμες παρεμβάσεις εγείρονται ηθικά ζητήματα στην ιατρική δεοντολογία, αμφιβάλλοντας για το κατά πόσο ένας έφηβος μπορεί να πάρει μια απόφαση που καθορίζει το φύλο του για την υπόλοιπη ζωή του.
Σύμφωνα με τις αρχές της Ενδοκρινολογικής Εταιρείας, οι περισσότεροι έφηβοι στην ηλικία των 16 μπορούν να πάρουν την ανάλογη απόφαση για τη διόρθωση φύλου. Πριν τα 16 όμως, έχουν τη δυνατότητα να ξεκινήσουν ορμονοθεραπεία, ώστε να μειωθεί η δυσφορία που αισθάνονται και να πάρουν χρόνο για να αποφασίσουν συνειδητά αν θα προβούν στη χειρουργική επέμβαση.
Πηγή: Gender dysphoria: A critical discussion of the understanding and treatment of gender dysphoria
Απόδοση: Γλυκερία Αποστολοπούλου, Ψυχολόγος
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr