Η αρκετά καλή ζωή δεν είναι εύκολα επιτεύξιμη, χρειάζεται τεράστια προσπάθεια να χαμογελάς καθώς περιμένεις, εξαντλημένος, στην ουρά ενός ταμείου ή να είσαι αρκετά καλός για τους αγαπημένους σου που ενώ τους τους υποστηρίζεις, χρειάζεται να τους αφήσεις να βιώσουν τη ματαίωση.
Η επιθυμία για μεγαλείο συναντάται σε διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα της δυτικής ηθικής. Ο Αριστοτέλης μίλησε για την άσκηση της υπέρτατης αρετής από τους ενάρετους πολίτες. Ο Καντ θέσπισε κανόνες που ούτε και ο ίδιος πίστευε ότι ήταν εφικτό να ακολουθήσουν οι πολίτες. Το ρεύμα του ωφελιμισμού του Bentham στόχευε στη μεγιστοποίηση της ευτυχίας, ενώ ο Μαρξ επιζητούσε έναν καλύτερο κόσμο για όλους. Τέλος, οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι προσπάθησαν να αυξήσουν την προσωπική ελευθερία και το κέρδος. Οι ανωτέρω θεωρίες σίγουρα παρουσιάζουν αρκετά σημεία διαφοροποίησης, ωστόσο παρά την ποικιλία του ορισμού του μεγαλείου, φαίνεται να αναζητείται από τον καθένα μας με ένα δικό του μοναδικό τρόπο.
Η προσπάθεια αποφυγής του μεγαλείου εντάσσεται στα πλαίσια μιας αντι-ιστορικής ηθικής, που ενσωματώθηκε από σχολές όπως αυτή του Βουδισμού, του Ρομαντισμού και της ψυχανάλυσης. Στον αντίποδα του μεγαλείου, βρίσκεται αυτό που ο Winnicott ονόμαζε Good Enough Life (Αρκετά Καλή Ζωή). Στο βιβλίο του Playing and Reality αναφέρθηκε στην μητέρα με τον όρο Good Enough Mother (Αρκετά καλή μητέρα), όχι υπό το πρίσμα μιας μητέρας ικανοποιητικής, αλλά εκείνης που είναι σε θέση να διαχειριστεί μια δύσκολη συνθήκη, να δώσει στο βρέφος την αίσθηση της φροντίδας και της ασφάλειας, ενώ παράλληλα το προετοιμάζει για την αντιμετώπιση των καθημερινών απογοητεύσεων.
Συνεπώς, για να γίνει κάποιος αρκετά καλός χρειάζεται να μεγαλώσει σε έναν κόσμο αρκετά καλό, στον οποίο εμπεριέχονται στοιχεία φροντίδας και αγάπης, αλλά και στοιχεία απογοήτευσης και ματαίωσης.
Στο Βουδισμό και στο Ρομαντισμό, η εικόνα του αρκετά καλού μοιάζει να είναι πληρέστερη. Το ρεύμα του Βουδισμού ασκεί κριτική στο σύστημα της κάστας, υποστηρίζοντας ότι σε τέτοιου είδους κοινωνικά συστήματα υπάρχουν άνθρωποι που ζουν υποτελείς με μοναδικό σκοπό την εξασφάλιση του μεγαλείου των άλλων. Θέτει λοιπόν αντ’ αυτού την έννοια του «μεσαίου μονοπατιού», στο οποίο η ζωή δεν είναι ούτε υπερβολικά υλιστική ούτε ασκητική. Μάλιστα, κάποιοι βουδιστές στοχαστές υποστήριξαν ότι αυτό το μεσαίο μονοπάτι δεν αποτελεί προνόμιο μόνο του ανθρώπου, αλλά «διαπερνά» ολόκληρη τη φύση.
Σε αυτόν τον «αρκετά καλό κόσμο» λοιπόν, το καθήκον μας δεν είναι να δομήσουμε μια τέλεια κοινωνία, αλλά μια αρκετά καλή, στην οποία όλοι οι άνθρωποι θα έχουν επαρκείς πόρους για να διαχειριστούν τα αναπόφευκτα δεινά της ζωής.
Οι Ρομαντικοί ποιητές και φιλόσοφοι επέκτειναν το όραμα της αρκετά καλής ζωής, με σκοπό να εγκολπωθεί μέσα της η έννοια του «συνηθισμένου» και του «καθημερινού». Η έννοια αυτή δεν αφορά στις καθημερινές ανησυχίες που χαρακτηρίζουν τη ζωή, αλλά σύμφωνα με το ρεύμα του Ρομαντισμού, εντός των πιο συνηθισμένων και οικείων δύναται να εντοπίσουμε μια απόλαυση αδιανόητη, η οποία ενδεχομένως να εμπεριέχει το μεγαλείο.
Η αρκετά καλή ζωή δεν είναι εύκολα επιτεύξιμη, χρειάζεται τεράστια προσπάθεια να χαμογελάς καθώς περιμένεις, εξαντλημένος, στην ουρά ενός ταμείου ή να είσαι αρκετά καλός για τους αγαπημένους σου που ενώ τους τους υποστηρίζεις, χρειάζεται να τους αφήσεις να βιώσουν τη ματαίωση. Παραμένει λοιπόν να δούμε αν εμείς ως κοινωνία μπορούμε να δημιουργήσουμε μια αρκετά καλή σχέση μεταξύ μας, όπου τα άτομα και τα έθνη δεν θα αγωνίζονται για το μοναδικό τους μεγαλείο, αλλά θα συνεργάζονται για τη δημιουργία προϋποθέσεων που θα επιτρέπουν μια αξιοπρεπή ζωή για όλους.
Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί και την ανάπτυξη μιας σχέσης με το φυσικό κόσμο, στην οποία θα αναγνωρίζονται τόσο η αφθονία όσο και οι περιορισμοί του πλανήτη, στοιχεία που μοιραζόμαστε με άλλες μορφές ζωής όπου η κάθε μία ξεχωριστά αναζητά τη δική της πορεία προς την αρκετά καλή ζωή. Αν κατορθώσουμε κάποια από αυτά τα επιτεύγματα, δεν θα είναι επειδή έχουμε επιτύχει το μεγαλείο, αλλά επειδή έχουμε αναγνωρίσει ότι κανένα από αυτά δεν είναι εφικτό μέχρι να ξεχαστεί η ίδια η έννοια του μεγαλείου.
Πηγή: nytimes.com
Απόδοση: Άννα Αποστολίδου, Ψυχολόγος
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr