Η μετα-μοντέρνα κοινωνία μας κάνει να αναμετρηθούμε με ένα σύνολο ανατροπών.
Ο ναρκισσισμός είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται στην ψυχανάλυση για να υποδηλώσει την αγάπη προς τον εαυτό. Ωστόσο, πέρα από τη γενική αυτή διατύπωση, υπάρχουν διακριτές μορφές, όπως ο πρωτογενής ναρκισσισμός που μας επιτρέπει να είμαστε στη ζωή, ο δευτερογενής ναρκισσισμός που μας επιτρέπει να αντλούμε ικανοποίηση μέσα από τα επιτεύγματά μας και τις σχέσεις μας, ο κακοήθης, ο καταστροφικός, το ιδεώδες του εγώ, το ιδεώδες εγώ. Οι εκφράσεις όλων αυτών διαφορετικής ποιότητας ναρκισσισμών επηρεάζουν καθοριστικά και την ποιότητα των κοινωνικών δεσμών. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ζυλ Λιποβέτσκι δείχνει και τεκμηριώνει μέσα από το έργο του Η εποχή του κενού ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι βουτηγμένες σε ένα ιδεολογικό κενό λόγω της έκπτωσης των μεγάλων συλλογικών σχεδίων, θα λέγαμε των μεγάλων αφηγήσεων που καθόρισαν μέχρι τώρα την ιστορία της ανθρωπότητας. Στο βαθμό που υπάρχει μια απο-ιεροποίηση των παραδοσιακών αξιών, το άτομο είναι πλέον ελεύθερο να αφιερωθεί στην ολότητά του στον εαυτό του και στην ικανοποίηση της εικόνας του για να ζήσει μια ζωή “a la carte”.
Η εποχή του κενού βασίζεται σε μια ατελείωτη ναρκισσιστική σαγήνη. Η σαγήνη έγινε μια γενική διαδικασία που τείνει να ρυθμίσει το σύνολο της ζωής των σύγχρονων κοινωνιών. Η παλιά πρωτοκαθεδρία των σχέσεων παραγωγής εφεξής συσκοτίζεται από την αποθέωση των σχέσεων σαγήνης. Αυτή η σαγήνη επαναδιαμορφώνει τον κόσμο μέσα από μια διαδικασία προσωποποίησης διαφοροποιώντας την προσφορά για να αυξήσει τις δυνατές επιλογές του ατόμου. Οι βασικές ανάγκες συσκοτίζονται και αυτές προς όφελος μιας ατέρμονης λίστας νέων, τεχνητών αναγκών. Αυτό το φαινόμενο το βρίσκουμε για παράδειγμα στην πολιτική επικοινωνία, η οποία συντονίζει την κυρίαρχη αυτή ιδεολογία με τις αξίες του δημοκρατικού ατομικισμού. Οι διαψεύσεις που προέρχονται από αυτήν την ρητορική του αυταρχισμού, του φανατισμού και του λαϊκισμού διογκώνουν την κοινωνική απογοήτευση και την παράλυση του κοινωνικού σώματος και προκαλούν την ιδιώτευση και τον κοινωνικό συντηρητισμό, μετά το τέλος της αυταπάτης.
Μέσα σ αυτό το κλίμα απογύμνωσης των αξιών και των κοινωνικών στόχων και προσδοκιών αναπτύσσεται ο σύγχρονος ναρκισσισμός. Η πολιτική και κοινωνική ευαισθησία των δεκαετών 60-70 δίνει τη θέση της σε μια «θεραπευτική» ευαισθησία, όπου το εγώ αποσυνδεδεμένο από τον άλλο καθίσταται η κεντρική ενασχόληση του ατόμου και το σώμα του προάγεται σε ένα πραγματικό αντικείμενο λατρείας. Αυτή η συγκινησιακή και συναισθηματική αποσύνδεση στην οποία οδηγεί ο ακραίος ατομικισμός κατορθώνει να συγκαλύπτει το τεράστιο κενό που προκύπτει από τις ρευστές σχέσεις, την αστάθεια, το εφήμερο, το πρόσκαιρο. Να έχει κανείς σχέσεις με τον άλλο, χωρίς πραγματική βαθιά επένδυση και σύνδεση, να μην αισθάνεται ευάλωτος να αναπτύσσει τη συναισθηματική του αυτονομία, να ζει μόνος του, να μερικά από τα στοιχεία του προφίλ του σύγχρονου νάρκισσου. Αυτή η ναρκισσιστική κοινωνία της οποίας δήθεν η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια είναι «βασικές αρετές» μετατρέπεται σε έναν «μη τόπο» των συναισθημάτων και των ψυχικών επενδύσεών μας, σε μια διαρκή μετάβαση.
Η εποχή του κενού χαρακτηρίζεται από τον διασκορπισμό και την εξάτμιση των πολιτιστικών σημείων αναφοράς. Η ευρηματικότητα η πραγματική καλλιτεχνική δημιουργία συχνά αντικαθίστανται από μία προώθηση επικοινωνιακών προϊόντων που έχουν σαν σκοπό τη διαρκή διεύρυνση της αγοράς. Γράφει ο Λιποβέτσκι: Η επικοινωνία για την επικοινωνία, η έκφραση χωρίς κανένα στόχο παρά μόνο η δυνατότητα καταγραφής αυτής της έκφρασης από ένα μικρο-κοινό, ο ναρκισσισμός αποκαλύπτει εδώ όπως και αλλού την ταύτισή του με το έλλειμμα ουσίας της μεταμοντέρνας κοινωνίας, με τη λογική του κενού.
Ο μεταμοντέρνος άνθρωπος είναι έτσι ανοιχτός σε όλες τις καινοτομίες της ιδιωτικής του ζωής παρά το γεγονός ότι η καθημερινότητά του είναι υποταγμένη σε έναν γενικευμένο γραφειοκρατικό προγραμματισμό. Το ηδονιστικό πολιτισμικό πρόταγμα το οποίο κυριαρχεί σε αυτή την ατομοκεντρική κοινωνία κατάφερε ακόμη και να μολύνει την οικονομική τάξη στο βαθμό που καθορίζεται από την αποτελεσματικότητα της επιρροής και των μέσων που χρησιμοποιούνται για να αυξηθεί αυτή η επιρροή. Παλιά, ενδιέφερε η παραγωγή και η αξιοπιστία του προϊόντος, τώρα ενδιαφέρει η εικόνα του.
Η παραδοξότητα της ευτυχίας
Ένας νέος εκσυγχρονισμός γεννήθηκε: Συμπίπτει με τον πολιτισμό της επιθυμίας που χτίστηκε στο β μέρος του 20ού αιώνα. Αυτή η «επανάσταση» είναι αδιαχώριστη με τους νέους προσανατολισμούς του συστήματος το οποίο οδηγεί τον κόσμο σε μια διαδρομή διαρκούς διέγερσης μιας ζήτησης, μια εμπορευματοποίηση και έναν απροσδιόριστο πολλαπλασιασμό των αναγκών. Μιλάμε για μια κοινωνία υπερκατανάλωσης στο πλαίσιο της οποίας όχι μόνο η ποιότητα, αλλά επίσης ο ελεύθερος χρόνος, η ανανέωση των προϊόντων, η καινοτομία έγιναν κριτήρια ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Περνάμε από μια οικονομία με άξονα την προσφορά σε μια οικονομία που βασικό όχημα έχει τη ζήτηση (επώνυμες μάρκες, δημιουργία αξίας για τον πελάτη, συστήματα αξιοπιστίας των προϊόντων, όλα αυτά μέσα σε έναν κατακερματισμό της επικοινωνίας).
Ο υπερκαταναλωτής δεν είναι μόνο διψασμένος για υλικά αγαθά αλλά φαίνεται σαν ένας άνθρωπος που ζητά διαρκώς την ψυχική άνεση, την εσωτερική αρμονία και την υποκειμενική ανάπτυξη. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς την τεράστια εμπορική επιτυχία των οδηγών για ευεξία και αυτοβελτίωση, «βιβλία μαγειρικής» μιας δήθεν ευτυχίας. Είμαστε μάρτυρες μιας τεράστιας διεύρυνσης της αγοράς της ψυχής και του μετασχηματισμού της, όπου η έννοια της ισορροπίας και της αυτοεκτίμησης ενισχύονται όχι μόνο από κάθε είδους ψυχοθεραπευτικές τεχνικές ακόμη και ανατολικής προέλευσης αλλά και από τα ίδια τα φάρμακα της ευτυχίας.
Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν έχει παρατηρηθεί από τη μια πλευρά τεράστια αύξηση των υλικών αγαθών και της βελτίωσης των συνθηκών ζωής για το άτομο και την οικογένειά του, από την άλλη πλευρά ιλιγγιώδης αύξηση των ψυχοτρόπων και κυρίως των αντικαταθλιπτικών και των αγχολυτικών. Έχουμε να κάνουμε με ένα πραγματικό παράδοξο της ευτυχίας: Τα σώματα είναι ελεύθερα αλλά ταυτόχρονα η σεξουαλική μιζέρια των ζευγαριών είναι κατακλυσμιαία παρούσα. Οι διαρκείς ηδονιστικές ανησυχίες είναι παντοδύναμες ενώ ταυτόχρονα τα υπαρξιακά άγχη, οι απογοητεύσεις, η κοινωνική ανασφάλεια και η προσωπική ρευστότητα μεγαλώνουν. Αυτός που μιλά για ευτυχία έχει συχνά τα μάτια του λυπημένα έλεγε ο Αραγκόν. Το άτομο συνεχίζει να ζει για κάτι άλλο πέρα από τα παροδικά υλικά αγαθά. Σ’ αυτή την κουλτούρα του κενού πώς άραγε νοηματοδοτείται αυτό άλλο; Πώς τα ιδεώδη του έρωτα, της αλήθειας, της δικαιοσύνης, του αλτρουισμού μπορούν να επανέλθουν στο προσκήνιο;
Το 1929 ο Φρόιντ μίλησε για τη δυσφορία του πολιτισμού, αυτή του Δυτικού Ευρωπαϊκού πολιτισμού, που πλήττεται από τη βιομηχανική επανάσταση, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Σοβιετική επανάσταση, την πρώτη κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, την άνοδο των ολοκληρωτισμών: φασισμός, ναζισμός, αντι-σημιτισμός, Σταλινισμός – σοβιετικός ολοκληρωτισμός.
Και τώρα τι;
90 περίπου χρόνια μετά: Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, γενοκτονίες – ολοκαύτωμα, Ναγκασάκι, Χιροσίμα, ολοκληρωτισμοί (σοβιετικός, μαοϊκός, καμποτζιανός, κλπ), παγκοσμιοποίηση, νεο- φιλελευθερισμός, μετανάστευση, προσφυγικό, νέες τεχνολογίες, τρομοκρατία, παγκόσμια δικτύωση, πληροφόρηση, οικολογικές καταστροφές, αβεβαιότητα για το μέλλον της ανθρωπότητας. Όλα αυτά γεννούν γενικευμένη δυσφορία.
Η ιδέα ότι η πρόοδος και η ευημερία είναι αυτονόητες και γραμμικές στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν ισχύει πλέον. Οι αλλαγές είναι τεράστιες: διαγενεακοί δεσμοί σε κρίση, σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, αλλαγές στην οικογενειακή δομή, στους δεσμούς κοινωνικότητας, στους δεσμούς εξουσίας, το «διαγενεακό συμβόλαιο» , το οποίο επιτρέπει τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους, και το «διυποκειμενικό συμβόλαιο» διαλύονται.
Υπάρχει μια τεράστια δυσφορία στη μεταφορά, σαν μετάδοση αξιών και νοήματος διαγενεακά. «Ως εάν» (as if) να υπάρχει μια συμφωνία διάψευσης μεταξύ γονέων – παιδιών. Το ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιέχον δεν λειτουργεί μέσα από παραγωγή ιστορικοποίησης, νοήματος, αξίας, αλλά επιφανειακής συμφιλίωσης στις έκδηλες συγκρούσεις και κενά.
Υπάρχει μία οδύνη του δεσμού και συχνά το κενό και η ευαλωτότητα που προκαλεί έναν «οργασμό του μίσους». Ο καθένας γεμίζει το κενό του άλλου μέσα από μία δήθεν επικοινωνία.
Το κάθετο (συγγενικοί δεσμοί) δέχεται επίθεση από το οριζόντιο (σχέσεις κενές ή χρηστικές).
Η μετα-μοντέρνα κοινωνία μας κάνει να αναμετρηθούμε με ένα σύνολο ανατροπών, οι οποίες επηρεάζουν τη ναρκισσιστική βάση της ύπαρξής μας, τα θεμέλια της σχετικής σταθερότητας της ταυτότητάς μας.
Οι πεποιθήσεις και οι μύθοι, οι οποίοι διασφαλίζουν τη ναρκισσιστική βάση του ανήκειν σε ένα κοινωνικό σύνολο τρέμουν. Επίσης, οι «μεγάλες αφηγήσεις» αλλαγής της κοινωνίας, οι μήτρες του κοινού νοήματος το οποίο μοιραζόμασταν απέναντι στα αινίγματα και τις προκλήσεις της ζωής και του σύμπαντος συρρικνώνονται.
Επίσης, ο δεσμός βρίσκεται σε βαθιά κρίση: τόσο ο δεσμός των ατόμων με τις διάφορες συνιστώσες της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής, όσο και ο δεσμός ανάμεσα στα άτομα.
Λέμε άτομα και όχι υποκείμενα, γιατί αυτό που δημιουργεί πρόβλημα σήμερα είναι η διαδικασία της υποκειμενοποίησης: η έννοια της κοινωνίας των ατόμων (Elias, 1987) αναδεικνύει την ατομική αυταπάτη, τον κίνδυνο αναγωγής του ατόμου σε ένα κοινωνικό άτομο, το οποίο χαρακτηρίζεται από την ιδιότητά του σαν παραγωγός, ή και καταναλωτής.
Η διαδικασία εξατομίκευσης χωρίς υποκείμενο έχει τεράστιες συνέπειες ως προς τη δόμηση της ψυχικής ζωής και ιδιαίτερα στη δραστηριότητα της συμβολοποίησης και της υποκειμενικοποίησης, την απεξάρτηση από τους γονείς, τη δυνατότητα παραγωγής νοήματος στις ανθρώπινες σχέσεις και στους κοινωνικούς δεσμούς, τη συγκρότηση της ατομικής και συλλογικής ευθύνης / των σημείων αναφοράς – συμβόλων.
Η λειτουργία του συμβολικού είναι θεμελιακή γιατί επιτρέπει να επεξεργαστούμε τη διάχυση, την ανομοιογένεια, τη διάσταση μεταξύ του μέσα και του έξω, τη ρευστή κοινωνική πραγματικότητα του σήμερα.
Συγγραφέας: Στέλιος Στυλιανίδης, Καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο πανεπιστήμιο, ψυχίατρος-ψυχαναλυτής