Μία αυτοκτονία ή παρα-αυτοκτονία (αλλιώς απόπειρα) είναι ένα αρκετά συγκλονιστικό γεγονός για την κοινωνία μας και δεν είναι καθόλου απίθανο ένα κοντινό μας πρόσωπο να έχει επιχειρήσει ή να σκέφτεται να το πράξει. Λέμε θα συμβεί σε «άλλον». Για τους άλλους, όμως, ο «άλλος» είμαστε εμείς.
Πολλές φορές η παραπληροφόρηση για τις κλινικές εκτιμήσεις γύρω από αυτές τις συμπεριφορές μπορεί να οδηγήσει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, υποτιμώντας ή υπερεκτιμώντας κινήσεις ανθρώπων στο οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό περιβάλλον ή σε θεραπευτικό πλαίσιο που έχουν αποπειραθεί ή σκέφτονται να αυτοκτονήσουν.
Διάφορες κλινικές και κοινωνικές διαστρεβλώσεις σχετικά με την αυτοκτονία μπορούν να συγκεντρωθούν παρακάτω (Beck, 2002):
1. H αυτοκτονία είναι μία κραυγή για βοήθεια.
Στην πραγματικότητα μία απόπειρα είναι κάτι πολύ περισσότερο. Αυτή η συμπεριφορά του ατόμου δεν φανερώνει ότι χρειάζεται μόνο βοήθεια, αλλά αναδεικνύει και ότι πλέον είναι ακραία απελπισμένος, δεν διαθέτει άλλη λύση και νιώθει αβοήθητος. Αν παραμείνουμε μόνο στην παροχή βοήθειας, υπάρχει ο κίνδυνος να υποτιμήσουμε την κατάστασή του και το ποσοστό κινδύνου που ενείχε η πράξη του, με ενδεχόμενο την επανάληψή του με μοιραία αποτελέσματα.
2. Εάν το άτομο συζητά σχετικά με την αυτοκτονία είναι λιγότερο πιθανό να το κάνει.
Κάθε περίπτωση πρέπει να αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα, γιατί μόνο και μόνο η εξωτερίκευση των σκέψεων δε συσχετίζεται με την αποτροπή μίας σχετικής συμπεριφοράς. Πολλά άτομα έχουν συζητήσει για την αυτοκτονία προτού την πραγματοποιήσουν (περίπου τα 3-4/5 των ατόμων) (Pokorny, 1960).
3. Μία όχι και τόσο επικίνδυνη αυτοκτονική συμπεριφορά δεν είναι σημαντική.
Υπάρχουν άτομα που μπορούν να σχεδιάσουν μία απόπειρα έτσι, ώστε να μη προκληθεί θάνατος ή για να μπορεί να γίνει αντιληπτή έγκαιρα από το περιβάλλον του και να τους παρασχεθεί βοήθεια. Η θεώρηση αυτής της πράξης ενός ατόμου ως όχι και τόσο σημαντικής είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη, διότι το άτομο θα μπορούσε να μην υπολογίσει ορθά τον χρόνο που θα χρειαζόταν για να διασωθεί ή εάν δε λάβει την απαραίτητη φροντίδα από τους οικείους του ή τον θεραπευτή του, μπορεί να προβεί σε πιο «δυναμικές» πράξεις.
Για παράδειγμα, το άτομο μπορεί να καταναλώσει πολλά παυσίπονα για τον πονοκέφαλο έτσι ώστε να γλιτώσει με μια πλύση στομάχου, αντί να καταναλώσει κάποιο καυστικό καθαριστικό προϊόν. Ωστόσο, εάν δεν λάβει χώρα έγκαιρη νοσοκομειακή παρέμβαση, μία ηπατική επιπλοκή μπορεί να αποβεί μοιραία.
4. Η ανοιχτή αναφορά στην αυτοκτονία ενισχύει το κίνητρο πραγματοποίησης της.
Οι θεραπευτές έρχονται αντιμέτωποι με ένα σημαντικό δίλημμα: Εάν ρωτήσουν τον ασθενή τους άμεσα για το αν έχει σκεφτεί να αυτοκτονήσει, θα τον οδηγήσουν πιο γρήγορα σε αυτή ή θα τον αποτρέψουν; Σίγουρα δεν υπάρχουν μέτρα που μπορούν να αποτρέψουν την αυτοκτονία δια παντός σε έναν αποφασισμένο ασθενή. Η συζήτηση για αυτή θα πρέπει να κινείται μέσα σε ένα οριοθετημένο πλαίσιο, όπου κρίσιμα ζητήματα που οδηγούν τον ασθενή σε αυτή την επιθυμία θανάτου μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Έτσι, μπορεί να δοθεί περισσότερος χρόνος για ψυχική εκτόνωση σε θεραπευτικό περιβάλλον κι ανεύρεση εναλλακτικών λύσεων και η επιθυμία να μειωθεί. Επιπλέον, η προθυμία συζήτησης για την αυτοκτονία δε μπορεί να σημαίνει ότι ο κίνδυνος είναι μικρός.
5. Η αυτοκτονίες μπορούν να καθοριστούν από δημογραφικούς παράγοντες ή από χρονικές περιόδους του έτους.
Η επικέντρωση σε κριτήρια όπως το φύλο, η ηλικία, κλπ. αλλά και σε εποχές του έτους, όπως, για παράδειγμα, πιστεύεται ότι το ποσοστό αυτοκτονιών είναι μεγαλύτερο σε περίοδο διακοπών, είναι μία ιδιαίτερα αμφίρροπη εκτίμηση. Τα αποτελέσματα σχετικών ερευνών ποικίλουν και δεν υπάρχουν έγκυρες και πολλαπλές αποδείξεις που μπορούν να τεκμηριώσουν αυτές τις θεωρίες, ενώ κάλλιστα μπορούν να αποπροσανατολίσουν από την εξατομικευμένη προσέγγιση κάθε περίπτωσης.
6. Οι ασθενείς έχουν κάθε δικαίωμα να αφαιρέσουν τη ζωή τους.
Με την κλινική πρακτική και ψυχοθεραπεία έχει διαπιστωθεί ότι ελάχιστοι ασθενείς επιλέγουν ελεύθερα την αυτοκτονία, ενώ οι λοιποί οδηγούνται σε αυτή καθοδηγούμενοι από την απελπισία και τις δυσλειτουργικές σκέψεις και κυρίως από την αντίληψη ότι αυτή είναι η μοναδική λύση. Με τη θεραπεία δεν περιορίζεται η ελευθερία επιλογής, αλλά στόχος της είναι η ενίσχυση της ελεύθερης βούλησης και η γένεση ελπίδας.
7. Ένα πολύ καλό σχέδιο αυτοκτονίας ενισχύει την τέλεσή της.
Αν και σε ασθενείς που έχουν σκεφτεί μεθοδικά μία αυτοκτονία, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος, αυτό δε σημαίνει ότι κάποιος που δεν διαθέτει (ακόμα) κάποιο σχέδιο, δεν μπορεί να το κάνει. Άτομα που δρουν εύκολα παρορμητικά, δεν έχουν τον εσωτερικό έλεγχο να αποφύγουν την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά.
8. Η λήψη φαρμακευτικής αγωγής και η ψυχιατρική νοσηλεία είναι απαραίτητη σε αυτοκτονικούς ασθενείς.
Είναι σαφές στους ειδικούς ότι η λήψη αντικαταθλιπτικών φαρμάκων απαιτεί ένα χρονικό διάστημα ημερών έως και εβδομάδων για να δράσει. Ως αποτέλεσμα, ο κίνδυνος δεν μειώνεται άμεσα, ενώ τα φάρμακα μπορούν να αποτελέσουν ένα βολικό εργαλείο για αυτοκτονία.
Επίσης, η άμεση νοσηλεία ατόμων που έχουν αποπειραθεί αυτοκτονία μπορεί να είναι απαραίτητη σε εκείνα που δε διαθέτουν ικανότητα προς αυτοέλεγχο, καθώς κι ένα ενεργό υποστηρικτικό, οικογενειακό ή άλλο, σύστημα. Επομένως, η άμεση σύσταση ή παραπομπή ασθενών που εκφράζουν σκέψεις θανάτου ή έχουν αποπειραθεί για λήψη αγωγής ή νοσηλείας, ενώ δεν έχουν εξαντληθεί άλλες δραστικές παρεμβάσεις στη θεραπεία, μπορεί να είναι αρκετά απορριπτική έως και τραυματική για τον ασθενή.
Ο ειδικός θα πρέπει να προσεγγίζει εξατομικευμένα την κάθε περίπτωση, να ζυγίζει πολύ προσεκτικά τις ικανότητες του ασθενή, να λαμβάνει υπόψιν του την ύπαρξη σχεδίου, να εξαντλεί όλες τις έγκαιρες κι έγκυρες παρεμβάσεις που έχουν αποδειχθεί απαραίτητες στην θεραπεία των αυτοκτονικών ασθενών, να συνάπτει θεραπευτικό (αυτοκτονικό) συμβόλαιο με τον ασθενή για τη μη τέλεση αυτοκτονίας και να διατηρεί επαφή με το κοντινό του περιβάλλον, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.