Τι ρόλο παίζει ο ψυχολογικός παράγοντας στο πρόβλημα που ταλαιπωρεί μεγάλο ποσοστό των σύγχρονων ζευγαριών;
Γράφουν ο Λάμπρος Ι. Δημολένης, MD, MSc, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος και η Μαρία Φραγκονικολάκη, Γνωσιακή Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια.
Η υπογονιμότητα αποτελεί μία συχνή και πολύπλευρη κατάσταση, της οποίας οι ψυχοκοινωνικές πτυχές συχνά παραβλέπονται. Τόσο η ίδια όσο και η θεραπεία της αποτελούν σοβαρούς, μακροχρόνιους και πολυδιάστατους στρεσογόνους παράγοντες. Το ψυχολογικό βάρος ξεκινάει ήδη από τη στιγμή της διάγνωσης. Τότε το ζευγάρι μπορεί να βιώσει ένα αίσθημα απώλειας σε σχέση με τις προσδοκίες της ζωής, ενώ αναφέρονται και επαναλαμβανόμενες υπαρξιακές κρίσεις. Σύμφωνα με μελέτη από τη Δανία, 1 στα 100 άτομα είχαν ήδη μία διάγνωση κατάθλιψης πριν από τη διαπίστωση της υπογονιμότητας. Άλλες μελέτες ανεβάζουν το ποσοστό ύπαρξης καταθλιπτικών συμπτωμάτων στο 11-15% για τις γυναίκες και στο 5-6% για τους άντρες κατά την έναρξη της θεραπείας της υπογονιμότητας. Οι αποφάσεις για το πλάνο αντιμετώπισης της υπογονιμότητας είναι εξατομικευμένες και λαμβάνονται από κοινού από τον Ιατρό Αναπαραγωγής και το ζευγάρι. Η συμμετοχή του ζευγαριού σε αυτές τις αποφάσεις είναι πιο ουσιαστική όταν και οι δύο σύντροφοι έχουν όσο το δυνατόν μικρότερη συναισθηματική δυσφορία.
Για χρόνια υπάρχει η συζήτηση για το κατά πόσο τα υψηλά επίπεδα άγχους και καταθλιπτικών συμπτωμάτων στις γυναίκες που υποβάλλονται σε θεραπεία υπογονιμότητας επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Δύο μελέτες του 2011 (Boivin και Matthiesen) έδειξαν ότι τα καταθλιπτικά συμπτώματα δεν έχουν αντίκτυπο στην τελική έκβαση. Αντίθετα, τα υψηλά επίπεδα άγχους, όπως έδειξε η μία μελέτη, σχετίζονται με μειωμένα ποσοστά κλινικών κυήσεων.
Η ψυχολογική φθορά φαίνεται να αποτελεί και τη συχνότερη αιτία για την οποία ένα ζευγάρι διακόπτει πρόωρα τη θεραπεία της υπογονιμότητας, ακόμα και σε χώρες όπως η Σουηδία, όπου το οικονομικό κόστος καλύπτεται πλήρως από το κράτος. Σχεδόν το 30% των ζευγαριών διακόπτει τη θεραπεία μετά από έναν αποτυχημένο κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης λόγω ψυχολογικής φθοράς.
Μετά την αποτυχία μίας ολοκληρωμένης θεραπείας, ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων παρουσιάζει συναισθηματικές διαταραχές, ακόμα και πέντε χρόνια μετά τον τελευταίο κύκλο εξωσωματικής. Οι γυναίκες εκφράζουν δυσθυμία, αγχώδεις διαταραχές και θλίψη, ενώ οι άντρες αναλαμβάνουν πιο υποστηρικτικό ρόλο και αναφέρουν ένα αίσθημα χαμηλής ικανοποίησης, αλλά όχι θλίψη. Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζουν έξαρση όταν το ζευγάρι φτάνει στην ηλικία όπου οι συνομήλικοί τους αποκτούν εγγόνια. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 1/3 των ζευγαριών πέντε χρόνια μετά από αποτυχημένη θεραπεία υπογονιμότητας ανέφεραν ότι βίωσαν οφέλη στη σχέση τους, η οποία ενδυναμώθηκε έπειτα από αυτή την αποτυχία.
Η ολοκληρωμένη φροντίδα στην Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή οφείλει να παρέχει στο υπογόνιμο ζευγάρι πρόσβαση σε Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας, όπως συμβαίνει σε χώρες σαν την Ισλανδία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Η σωστή συνεργασία του Ιατρού Αναπαραγωγής με τον Επαγγελματία Ψυχικής Υγείας είναι απαραίτητη για τον εντοπισμό των ατόμων που χρήζουν υποστήριξης. Θα βοηθήσει το ζευγάρι να συμμετάσχει καλύτερα στον σχεδιασμό της θεραπείας, θα αποτρέψει μία πρόωρη εγκατάλειψή της, ενώ πιθανώς θα συμβάλει και στη θετική της έκβαση.
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ:
– Λάμπρος Ι. Δημολένης, MD, MSc, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Κάτοχος Master «Έρευνα στην Γυναικεία Αναπαραγωγή», Μέλος της Σουηδικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής (SSRM), www.gonimotita.info.
– Μαρία Φραγκονικολάκη, Γνωσιακή Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια, Αριστούχος Πτυχιούχος Πανεπιστημίου Αθηνών, www.skepsy.com.