Ο επιπολασμός της ΔΕΠΥ αυξάνεται συνεχώς τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα όλο και περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζουν ΔΕΠΥ σε σχέση με το παρελθόν; Όχι απαραίτητα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η επικράτηση του ιατροκεντρικού μοντέλου στις ανθρωπιστικές επιστήμες, έχει στρέψει το ερευνητικό ενδιαφέρον στην αναζήτηση και θέσπιση μιας ισορροπίας, μεταξύ ιατροκεντρικής και ανθρωπιστικής προσέγγισης.
Ένα χαρακτηριστικό πεδίο διαμάχης αποτελεί η Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), μια αναπτυξιακή διαταραχή, η οποία συναντάται διαγνωστικά όλο και πιο συχνά.
Ο επιπολασμός της ΔΕΠΥ εκτιμάται περίπου στο 5%, παγκοσμίως, ο οποίος φαίνεται συνεχώς να αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες. Για παράδειγμα, στη Σουηδία παρατηρήθηκε εφτά φορές μεγαλύτερη αύξηση των διαγνώσεων για παιδιά ηλικίας έως 10 ετών από το 1990 έως το 2007. Παρόμοια στοιχεία παρουσιάζονται και από άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Ταϊβάν και των ΗΠΑ, υποδεικνύοντας ότι πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η συνταγογράφηση φαρμακευτικής αγωγής ως μέσο μέτρησης των διαγνώσεων ΔΕΠΥ παρουσίασε ακραία αύξηση.
Αυτό σημαίνει ότι σήμερα όλο και περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζουν ΔΕΠΥ σε σχέση με το παρελθόν; Όχι απαραίτητα. Για παράδειγμα, αν παλαιότερα υπήρχε περισσότερη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για τους κλινικούς, τους δασκάλους και τους γονείς αναφορικά με το θέμα, θα μπορούσαν πιθανώς να εντοπίσουν παιδιά με την υποψία εμφάνισης της ΔΕΠΥ. Μια τέτοια αλλαγή ως προς την ευαισθητοποίηση ή τη διάγνωση θα μεγάλωνε το ποσοστό των διαγνώσεων ΔΕΠΥ, χωρίς απαραίτητα να σημαίνει ότι περισσότεροι άνθρωποι θα εμφάνιζαν κλινικά συμπτώματα ΔΕΠΥ.
Ωστόσο, αν αυτή η εξήγηση δεν είναι αληθής ή δεν είναι επαρκής, τότε ίσως τα συμπτώματα να έχουν πραγματικά αυξηθεί. Μια νέα μελέτη που διεξήχθη στη Σουηδία και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Child Psychology and Psychiatry1 και στην οποία συμμετείχαν περίπου 20.000 άνθρωποι, ίσως μπορεί να δώσει μια θεμελιώδη απάντηση στα ερωτήματα που έχουν γεννηθεί.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Mina Rydell στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα διερεύνησαν στοιχεία μέσα από τη διεξαγωγή μίας διαχρονικής μελέτης εξετάζοντας όλα τα δίδυμα παιδιά στη Σουηδία από το 2004 με σκοπό τη διερεύνηση της σωματικής και ψυχικής υγείας τους, χρησιμοποιώντας διάφορες αξιολογήσεις όταν τα παιδιά έγιναν εννέα ετών.
Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανέλυσαν αποτελέσματα από μία τηλεφωνική συνέντευξη με την ονομασία A-TAC, λαμβάνοντας πληροφορίες σχετικά με τον αυτισμό, τη ΔΕΠΥ και χρησιμοποιώντας και άλλα ερωτηματολόγια που εξέταζαν τη συννοσηρότητα, από 19.271 παιδιά και 9.673 οικογένειες που καταγράφηκαν σε διάστημα από το 2004 μέχρι το 2014. Το A-TAC είναι μια τηλεφωνική συνέντευξη, στην οποία οι γονείς καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις για την συμπεριφορά και την ψυχική υγεία των παιδιών τους, συμπεριλαμβάνοντας και επιμέρους κλίμακες που εστιάζουν στην ελλειμματική προσοχή και την υπερκινητική συμπεριφορά. Οι ερωτήσεις αφορούσαν στη διερεύνηση συμπτωμάτων, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στη διάγνωση, ενώ η διατύπωση παρέμεινε ίδια με την πάροδο των ετών της διεξαγωγής της μελέτης. Ένα παράδειγμα μιας τέτοιας ερώτησης είναι «Μήπως το παιδί δυσκολεύεται να κρατήσει τα πόδια και τα χέρια του ακίνητα ή να παραμείνει καθισμένο;».
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την αξιολόγηση A-TAC για να ταξινομήσουν τα ποσοστά των παιδιών σε τρεις βασικές κατηγορίες:
α) Παιδιά με κλινική συμπωματολογία ΔΕΠΥ
β) Παιδιά με υποκλινικά συμπτώματα ΔΕΠΥ
γ) Παιδιά χωρίς συμπτωματολογία.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας ότι το A-TAC είναι ένα εργαλείο περιορισμένο ως προς στην εκτίμηση της σοβαρότητας ορισμένων συμπτωμάτων και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάγνωση, η οποία γίνεται μόνον από κλινικούς γιατρούς και ειδικούς ψυχικής υγείας. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί εντασσόταν στην κατηγορία με κλινική συμπτωματολογία ΔΕΠΥ, θα σήμαινε ότι η σοβαρότητα των συμπτωμάτων θα έπρεπε να οδηγήσει σε διάγνωση από έναν ειδικό. Η ερευνητική ομάδα υπολόγισε τις αλλαγές σε αυτές τις τρεις κατηγορίες, καθώς και τις μέσες βαθμολογίες της αξιολόγησης του εργαλείου Α-TAC, με την πάροδο του χρόνου, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα από τις συνεντεύξεις των γονέων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των διαστημάτων 1995-1998, 1992-2002 και 2003-2005.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς αυτής μελέτης, το 2.1% των συμμετεχόντων εντάχθηκε στην κλινική συμπτωματολογία της ΔΕΠΥ έναντι του 10.7% που εντάχθηκε στην κατηγορία της υποκλινικής συμπτωματολογίας. Το ενδιαφέρον ήταν ότι ο επιπολασμός της κλινικής ΔΕΠΥ δεν αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνο, αντ’ αυτού παρέμεινε σταθερός περίπου στο 2%. Από την άλλη πλευρά, ο επιπολασμός της υποκλινικής μορφής ΔΕΠΥ σημείωσε σημαντική αύξηση από το 2004 μέχρι το 2014, με το ποσοστό να φτάνει το 14.76%.
Οι αλλαγές ως προς τα συμπτώματα ίσως να μην οφείλονται στις αλλαγές της κατάστασης των οικογενειών που συμμετείχαν στην έρευνα και εκείνων που αρνήθηκαν να λάβουν μέρος. Οι ερευνητές είχαν πρόσβαση στο Εθνικό Μητρώο Ασθενών και ενώ φάνηκε ότι οι συμμετέχοντες που έλαβαν μέρος στη μελέτη παρουσίασαν μικρότερο ποσοστό διαγνώσεων από τους μη συμμετέχοντες, αυτή η διαφορά δεν άλλαξε με την πάροδο του χρόνου κάτι που δεν είναι είναι επαρκές για να εξηγήσει τα αποτελέσματα. Ίσως το σημαντικότερο στοιχείο από τα εθνικά αρχεία υγείας ήταν ότι ο επιπολασμός της ΔΕΠΥ αυξήθηκε 5 φορές περισσότερο το διάστημα 2004-2014, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, κατά την οποία δεν βρέθηκε σχετική αύξηση.
Έτσι, ενώ τα ποσοστά διάγνωσης της ΔΕΠΥ φαίνονται να έχουν αυξηθεί κατά την περίοδο της μελέτης, τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι μόνο η ομάδα με τα πιο ήπια-υποκλινικά συμπτώματα της διαταραχής παρουσίασε αύξηση. Αυτό υποδηλώνει ότι ο αριθμός των ατόμων που έχουν σοβαρά συμπτώματα και χρήζουν κλινικής διάγνωσης παραμένει σταθερός και η αύξηση του επιπολασμού πιθανώς οφείλεται σε άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα αλλαγές ως προς την ενημέρωση, την ευαισθητοποίηση του περιβάλλοντος των παιδιών και την ευκολότερη πρόσβαση στις δομές υγείας.
Ωστόσο, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι τα ευρήματα της μελέτης θα πρέπει να ερμηνευτούν με προσοχή, καθώς τα στοιχεία βασίστηκαν σε εκθέσεις γονέων, που μπορεί και να μην αποτελούν την πιο κατάλληλη πηγή πληροφοριών. Επίσης, ένας ακόμα περιορισμός της έρευνας είναι η ηλικία των συμμετεχόντων και η δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων και σε άλλες ηλικιακές ομάδες.
Παρά τους περιορισμούς τους οποίους βέβαια χρειάζεται να λάβουμε υπόψη μας, η παρούσα μελέτη παρέχει μια πρώτη εναλλακτική εξήγηση για τη ραγδαία αύξηση των διαγνώσεων ΔΕΠΥ. Τα αποτελέσματα, λοιπόν, δείχνουν ότι η η μετατόπιση των κοινωνικών, πολιτικών και ιατρικών απόψεων μπορεί να επηρεάζουν τον επιπολασμό της διαταραχής. Τέλος, δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκφράζουν την άποψη ότι οι διαγνώσεις οδηγούν στη συνταγογράφηση και λήψη περισσότερων φαρμάκων (πολλές φορές περιττών), γεγονός που δίνει τροφή για σκέψη στους κλινικούς και πολιτικούς ιθύνοντες.
Πηγή: digest.bps.org.uk
Έρευνα: 1. Has the attention deficit hyperactivity disorder phenotype become more common in children between 2004 and 2014? Trends over 10 years from a Swedish general population sample
Απόδοση: Άννα Αποστολίδου
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr