Η δημιουργία του πρώτου τεστ νοημοσύνης και η εξέλιξή του μέχρι σήμερα.
Το ενδιαφέρον για τη νοημοσύνη υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Όμως, το πρώτο τεστ νοημοσύνης (IQ) δημιουργήθηκε, όταν ανατέθηκε στον ψυχολόγο Alfred Binet να αναγνωρίσει σπουδαστές που χρειάζονταν ιδιαίτερη εκπαιδευτική βοήθεια. Παρόλο που είχε κάποιους περιορισμούς, το τεστ IQ του Binet είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο ως ένας τρόπος σύγκρισης της νοημοσύνης.
Ιστορία
Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, η γαλλική κυβέρνηση ζήτησε από τον Binet να διερευνήσει ποιοι μαθητές ήταν πιθανό να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στο σχολείο. Η κυβέρνηση είχε θεσπίσει νόμους που απαιτούσαν όλα τα παιδιά να φοιτούν στο σχολείο. Επομένως, ήταν σημαντικό να βρεθεί ένας τρόπος να εντοπιστούν τα παιδιά εκείνα που θα χρειάζονταν εξειδικευμένη βοήθεια.
Ο Binet και ο συνεργάτης του, Theodore Simon, άρχισαν να αναπτύσσουν ερωτήματα που επικεντρώνονταν σε τομείς που δεν διδάσκονταν στο σχολείο, όπως οι δεξιότητες προσοχής, μνήμης και επίλυσης προβλημάτων. Χρησιμοποιώντας αυτές τις ερωτήσεις, ο Binet προσδιόρισε ποιες από αυτές χρησίμευαν ως οι καλύτεροι προγνωστικοί δείκτες της σχολικής επιτυχίας.
Γρήγορα συνειδητοποίησε ότι μερικά παιδιά μπόρεσαν να απαντήσουν σε πιο προχωρημένες ερωτήσεις που κανονικά απευθύνονταν σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Βάσει αυτής της παρατήρησης, ο Binet πρότεινε την έννοια της νοητικής ηλικίας ή μία αξιολόγηση της νοημοσύνης, που θα λάμβανε υπόψη τις μέσες ικανότητες των παιδιών μιας συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας.
Ο Binet και το πρώτο τεστ IQ
Αυτό το πρώτο τεστ νοημοσύνης, που αναφέρεται σήμερα ως κλίμακα Binet-Simon, αποτέλεσε τη βάση για τα τεστ νοημοσύνης που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας. Ωστόσο, ο ίδιος ο Binet δεν πίστευε ότι τα ψυχομετρικά του εργαλεία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να μετρήσουν ένα ενιαίο, σταθερό και έμφυτο επίπεδο νοημοσύνης.
Ο Binet υπογράμμισε τους περιορισμούς του τεστ, υποδηλώνοντας ότι η νοημοσύνη είναι μια πολύ ευρεία έννοια ώστε να μπορεί να ποσοτικοποιηθεί με βάση έναν μόνο αριθμό. Αντ’ αυτού, επέμεινε ότι η νοημοσύνη επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες, αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και ότι μπορεί να συγκριθεί μόνο σε παιδιά με παρόμοιο υπόβαθρο.
Το τεστ Νοημοσύνης των Stanford-Binet
Όταν η κλίμακα Binet-Simon εισήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρουσιάστηκε έντονο ενδιαφέρον. Ο ψυχολόγος Lewis Terman από το Πανεπιστήμιο του Stanford, πήρε το πρωτότυπο τεστ του Binet και το τυποποίησε χρησιμοποιώντας ένα δείγμα Αμερικανών συμμετεχόντων. Αυτή η προσαρμοσμένη εκδοχή του τεστ, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1916, ονομάστηκε Κλίμακα Νοημοσύνης Stanford-Binet και σύντομα αποτέλεσε το πρότυπο τεστ νοημοσύνης που χρησιμοποιήθηκε στις Η.Π.Α.
Το τεστ νοημοσύνης Stanford-Binet χρησιμοποιούσε έναν μόνο αριθμό, γνωστό ως δείκτης νοημοσύνης (ή IQ), για να αναπαριστά την βαθμολογία στο τεστ. Η βαθμολογία αυτή υπολογιζόταν διαιρώντας τη νοητική ηλικία του συμμετέχοντα με τη χρονολογική ηλικία του και στη συνέχεια πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό αυτό με το 100. Για παράδειγμα, ένα παιδί με νοητική ηλικία 12 ετών και ηλικία 10 χρόνων θα είχε ένα IQ 120 (12 / 10 x100).
Το τεστ νοημοσύνης Stanford-Binet παραμένει ένα δημοφιλές εργαλείο αξιολόγησης της νοημοσύνης σήμερα, παρά το γεγονός ότι έχει περάσει από πολλές αναθεωρήσεις από τη δημιουργία του.
Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του τεστ IQ κατά τη διάρκεια της ιστορίας
Στην αρχή του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου, αξιωματούχοι του Στρατού των Η.Π.Α. χρειάστηκε να αξιολογήσουν έναν τεράστιο αριθμό νεοπροσληφθέντων στρατιωτών. Το 1917, ο ψυχολόγος Robert Yerkes, ως πρόεδρος της Επιτροπής για την Ψυχολογική Αξιολόγηση των νεοσύλλεκτων, ανέπτυξε δύο τεστ, γνωστά ως Alpha και Beta. Το Alpha ήταν σε μορφή γραπτού τεστ, ενώ το Beta αποτελούταν από φωτογραφίες για εκείνους τους νεοσύλλεκτους που δεν μπορούσαν να διαβάσουν ή δεν μιλούσαν αγγλικά. Τα τεστ χορηγήθηκαν σε πάνω από 2 εκατομμύρια στρατιώτες σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν τον στρατό να καθορίσει ποιοι άντρες ήταν κατάλληλοι για κάποιες συγκεκριμένες θέσεις και ηγετικούς ρόλους.
Στο τέλος του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου, η χρήση των συγκεκριμένων τεστ συνεχίστηκε και εκτός του στρατού σε διάφορες καταστάσεις από άτομα όλων των ηλικιών, υποβάθρων και εθνικοτήτων. Για παράδειγμα, τεστ IQ χρησιμοποιήθηκαν σε μετανάστες που εισήλθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο νησί Ellis. Τα αποτελέσματα αυτών των γνωστικών τεστ οδήγησαν, δυστυχώς, σε γενικευμένες και ανακριβείς γενικεύσεις για ολόκληρους πληθυσμούς, γεγονός που οδήγησε ορισμένους «ειδικούς» να παροτρύνουν το Κογκρέσο να θεσπίσει περιορισμούς στη μετανάστευση.
Κλίμακες νοημοσύνης του Wechsler
Με βάση το τεστ Stanford-Binet, ο Αμερικανός ψυχολόγος David Wechsler δημιούργησε ένα νέο εργαλείο αξιολόγησης της νοημοσύνης. Όπως και ο Binet, ο Wechsler πίστευε ότι η νοημοσύνη περιλαμβάνει διαφορετικές διανοητικές ικανότητες. Δυσαρεστημένος από τους περιορισμούς του Stanford-Binet τεστ, δημοσίευσε το 1955 ένα νέο τεστ νοημοσύνης, γνωστό ως η Κλίμακα νοημοσύνης του Wechsler (WAIS).
Ο Wechsler ανέπτυξε δύο διαφορετικά τεστ ειδικά για παιδιά: την Κλίμακα αξιολόγησης νοημοσύνης σε παιδιά (WISC) και την Κλίμακα αξιολόγησης νοημοσύνης σε νήπια (WPPSI). Η Κλίμακα αξιολόγησης νοημοσύνης σε ενήλικες έχει αναθεωρηθεί από την αρχική δημοσίευσή της και είναι πλέον γνωστή ως WAIS-IV.
Κλίμακα WAIS-IV
Η κλίμακα WAIS-IV περιέχει 10 υπό-τεστ μαζί με πέντε συμπληρωματικές εξετάσεις. Το τεστ παρέχει βαθμολογία για τέσσερις βασικούς τομείς της νοημοσύνης: μια κλίμακα λεκτικής κατανόησης, μια κλίμακα αντιληπτικής συλλογιστικής, μια κλίμακα εργασιών μνήμης και μια κλίμακα ταχύτητας επεξεργασίας. Το τεστ παρέχει επίσης δύο ευρείες βαθμολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σύνοψη της γενικής νοημοσύνης: μία πλήρης IQ βαθμολογία που συνδυάζει την απόδοση των τεσσάρων βαθμολογιών και έναν γενικό δείκτη ικανότητας που βασίζεται σε έξι βαθμολογίες για τα υπό-τεστ. Οι βαθμολογίες των υπό-τεστ στο WAIS-IV μπορούν να είναι χρήσιμες για τον εντοπισμό μαθησιακών δυσκολιών, όπως για περιπτώσεις όπου ένα χαμηλό σκορ σε ορισμένους τομείς σε συνδυασμό με ένα υψηλό σκορ σε άλλους τομείς μπορεί να υποδηλώνει ότι ένα άτομο έχει μια συγκεκριμένη μαθησιακή δυσκολία.
Αντί το τεστ αυτό να βαθμολογεί με βάση τη χρονολογική και τη νοητική ηλικία, όπως συνέβη με το αρχικό τεστ Stanford-Binet, η Κλίμακα WAIS βαθμολογεί με βάση τη σύγκριση της βαθμολογίας συμμετεχόντων που ανήκουν στην ίδια ηλικιακή ομάδα. Η μέση βαθμολογία καθορίζεται στα 100, με τα δύο τρίτα των βαθμολογιών να ανήκουν στην κανονική κλίμακα μεταξύ του 85 και του 115. Αυτή η μέθοδος βαθμολόγησης έχει γίνει η πιο τυποποιημένη τεχνική για την αξιολόγηση της νοημοσύνης και χρησιμοποιείται επίσης στη σύγχρονη αναθεώρηση του Stanford-Binet τεστ.
Απόδοση: Ζωή Παστού
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr
Πηγή: verywellmind.com