Ο διάσημος φιλόσοφος γράφει γιατί μια ολοκληρωμένη ζωή προϋποθέτει την αποδοχή της αποτυχίας και όχι την αποφυγή της.
Μια σφαιρική φιλοσοφική επιχειρηματολογία για την αξία της αποτυχίας, εκατόν πενήντα χρόνια πριν από τον σύγχρονο φετιχισμό της.
Ο Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και συγγραφέας Φρίντριχ Νίτσε (15 Οκτωβρίου 1844 – 25 Αυγούστου 1900) συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο διαχρονικούς, σημαίνοντες και αξιομνημόνευτους στοχαστές της ανθρωπότητας – και ήταν εξαιρετικά βέβαιος ότι θα κατέληγε να είναι ένας από αυτούς.
Ο Νίτσε αποκαλούσε κοινώς το ευρύ κοινό των φιλόσοφων «λαχανοκέφαλους», λέγοντας: «Είναι η μοίρα μου να πρέπει να είμαι ο πρώτος αξιοπρεπής άνθρωπος. Νιώθω έναν τρομακτικό φόβο ότι κάποια μέρα θα κηρυχθώ άγιος». Σε μία επιστολή του, αναλογίζεται την προοπτική της ευημερίας όταν θα απολαμβάνει κάποιος το έργο του: «Μου φαίνεται ότι το να κρατάει κάποιος ένα βιβλίο μου στα χέρια του, είναι μία από τις σπανιότερες διακρίσεις που μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του. Υποθέτω ότι βγάζει μέχρι και τα παπούτσια του όταν το διαβάζει – για να μην μιλήσω για τις μπότες».
Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, το υγιές εγώ του Νίτσε αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό σωστό, για έναν εκπληκτικό και ανέλπιστα σύγχρονο λόγο: για την διαβεβαίωση που προσφέρει, ότι οι μεγαλύτερες ανταμοιβές της ζωής πηγάζουν από την επαφή μας με τις αντιξοότητες. Πάνω από έναν αιώνα πριν από τη σύγχρονη αναγνώριση του «δώρου της αποτυχίας» και τον φετιχισμό μας για την αποτυχία ως το μέσο για τη γενναιότητα, ο Νίτσε εξύμνησε αυτές τις αξίες με μεγαλοπρέπεια και σαφήνεια.
Σε ένα ιδιαίτερα εμβληματικό δείγμα από τους πολλούς αφορισμούς του, που γράφτηκε το 1887 και δημοσιεύθηκε στη μεταθανάτια επιλογή από τα σημειωματάρια του, «Η Δύναμη της Εξουσίας», ο Νίτσε γράφει κάτω από τον τίτλο «Τύποι των οπαδών μου»:
Σε εκείνους τους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν, εύχομαι ταλαιπωρία, ερήμωση, ασθένεια, κακομεταχείριση, προσβολές. Τους εύχομαι να εξοικειωθούν με τη βαθιά περιφρόνηση του εαυτού τους, το βασανιστήριο της έλλειψης αυτοπεποίθησης, την εξαθλίωση των ηττημένων: δεν τους λυπούμαι, γιατί τους εύχομαι το μόνο πράγμα που μπορεί να αποδείξει σήμερα αν κάποιος αξίζει ή όχι: ότι κάποιος μπορεί να αντέχει.
Μισό αιώνα αργότερα, η συγγραφέας Willa Cather επανέλαβε αυτή την δήλωση με οδυνηρό τρόπο σε μια προβληματισμένη επιστολή που έγραψε προς τον αδελφό της: «Η δοκιμασία της ευπρέπειας του ατόμου βρίσκεται στο για πόσο καιρό μπορεί να συνεχίσει να αγωνίζεται όταν οι άλλοι έχουν σταματήσει να νοιάζονται για αυτόν».
Ο Alain de Botton, οποίος περιεργάζεται θέματα όπως οι ψυχολογικές λειτουργίες της τέχνης και τι μπορεί να κάνει η λογοτεχνία για την ψυχή, γράφει στο πανέμορφο δοκίμιο «Η Παρηγορία της Φιλοσοφίας», με τον εντυπωσιακό συνδυασμό πνεύματος και σοφίας:
Μόνος του ανάμεσα στους «λαχανοκέφαλους», ο Νίτσε είχε συνειδητοποιήσει ότι οι δυσκολίες κάθε είδους έπρεπε να καλωσοριστούν από εκείνους που επιδιώκουν την αυτοπραγμάτωση.
Όχι μόνο αυτό, αλλά ο Νίτσε πίστευε επίσης ότι η δυσκολία και η χαρά έχουν ένα είδος οσμωτικής σχέσης – αν μειωθεί η μία, μειώνεται αντίστοιχα και η άλλη – ή όπως το έθεσε αξιομνημόνευτα η γαλλίδα συγγραφέας Anaïs Nin, η σπουδαία τέχνη γεννήθηκε μέσα από μεγάλο τρόμο, μεγάλη μοναξιά, μεγάλες ντροπές, αστάθειες, και πάντα εξισορροπεί όλα αυτά. Στην «Χαρούμενη Επιστήμη», στην διατριβή του για την ποίηση, όπου εφηύρε την διακήρυξη «ο Θεός είναι νεκρός», έγραψε:
Και αν η ευχαρίστηση και η δυσαρέσκεια ήταν τόσο δεμένες μεταξύ τους, ώστε όποιος ήθελε να έχει όσο το δυνατόν περισσότερο από τη μία, να πρέπει επίσης να έχει όσο το δυνατόν περισσότερο και από την άλλη – ότι όποιος θέλει να μάθει να «γιορτάζει μέχρι τους ουρανούς» θα πρέπει επίσης να προετοιμαστεί και για την «κατάθλιψη μέχρι θανάτου»;
Έχετε την επιλογή: είτε την όσο δυνατόν λιγότερη δυσαρέσκεια, χωρίς οδυνηρότητα εν συντομία… ή την όσο μεγαλύτερη δυσαρέσκεια είναι δυνατόν, ως ένα τίμημα για την δημιουργία μιας αφθονίας ατελείωτων απολαύσεων και ευχαριστήσεων που είναι σπάνιο να έχετε απολαύσει μέχρι σήμερα. Εάν αποφασίσετε να επιλέξετε το πρώτο και επιθυμείτε να μειώσετε το επίπεδο του ανθρώπινου πόνου, θα πρέπει επίσης να υποβαθμίσετε και να μειώσετε το επίπεδο της ικανότητάς σας για χαρά.
Διαβάστε σχετικά: Φρίντριχ Νίτσε: Η σημασία της τρέλας στην ιστορία της ηθικότητας
Ήταν πεπεισμένος ότι οι πιο αξιοσημείωτες ανθρώπινες ζωές αντανακλούσαν αυτήν την όσμωση:
Σκεφτείτε τις ζωές των καλύτερων και πιο καρποφόρων ανθρώπων και λαών και αναρωτηθείτε αν ένα δέντρο που υποτίθεται ότι αναπτύσσεται σε ένα υπερήφανο ύψος μπορεί να απαλλαγεί από τον κακό καιρό και τις καταιγίδες.
Αν η κακοτυχία και η εξωτερική αντίσταση, κάποια είδη μίσους, ζήλιας, ισχυρογνωμοσύνης, δυσπιστίας, σκληρότητας, αλαζονείας και βίας δεν ανήκουν στις ευνοϊκές συνθήκες χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει μεγάλη ανάπτυξη ή ακόμη και η αρετή.
Ο De Botton φιλτράρει τις πεποιθήσεις του Νίτσε και τη διαχρονική κληρονομιά τους:
Τα πιο εκπληκτικά ανθρώπινα έργα φαίνονται αδιαχώριστα από ένα βαθμό βασανιστηρίου, οι πηγές των μεγαλύτερων ευχαριστήσεων μας βρίσκονται όλως περιέργως κοντά σε εκείνες των μεγαλύτερων πόνων μας…
Γιατί γίνεται αυτό; Επειδή κανένας δεν είναι σε θέση να παράγει ένα μεγάλο έργο τέχνης χωρίς εμπειρία, ούτε να αναλάβει αμέσως μια θεσμική θέση, ούτε να είναι ένας μεγάλος εραστής από την πρώτη του προσπάθεια. Και στο διάστημα μεταξύ της αρχικής αποτυχίας και της επακόλουθης επιτυχίας, στο χάσμα μεταξύ του ποιοι θέλουμε μια μέρα να γίνουμε και ποιοι είμαστε σήμερα, πρέπει να μεσολαβήσουν ο πόνος, το άγχος, ο φθόνος και η ταπείνωση. Υποφέρουμε γιατί δεν μπορούμε να ελέγξουμε αυθόρμητα τα συστατικά της αυτοπραγμάτωσης.
Ο Νίτσε πάλευε να διορθώσει την πεποίθηση ότι η αυτοπραγμάτωση πρέπει να έρθει εύκολα ή αλλιώς καθόλου, μια πίστη καταστροφική για τα αποτελέσματά της, διότι μας οδηγεί να αποχωρήσουμε πρόωρα από τις προκλήσεις που θα μπορούσαν να ξεπεραστούν αν είχαμε μόνο προετοιμαστεί για την αγριότητα που σωστά απαιτείται από όλα σχεδόν που έχουν αξία.
Ο Νίτσε κατέληξε σε αυτές τις ιδέες έμμεσα. Ως νεαρός, επηρεάστηκε έντονα από τον Σοπενάουερ. Στην ηλικία των είκοσι ενός ετών, διάβασε το αριστούργημα του Σοπενάουερ «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση» και αργότερα μίλησε για αυτή τη σφαιρική αλλαγή στη ζωή του:
Πήρα στο χέρι μου το βιβλίο ως κάτι εντελώς άγνωστο και γύρισα τις σελίδες. Δεν ξέρω ποιος δαίμονας μου ψιθύρισε: «Πάρε αυτό το βιβλίο στο σπίτι σου». Εν πάση περιπτώσει, αυτό συνέβη, πράγμα που ήταν αντίθετο με τη συνήθειά μου ποτέ να μην βιάζομαι να αγοράσω ένα βιβλίο. Πίσω στο σπίτι κάθισα στον καναπέ παρέα με τον νέο μου θησαυρό και αφέθηκα σε εκείνη τη δυναμική, καταθλιπτική ιδιοφυία να με πείθει. Κάθε γραμμή φώναζε από αυταπάρνηση, άρνηση, παραίτηση. Κοίταζα σε έναν καθρέφτη που αντανακλούσε τον κόσμο, τη ζωή και το μυαλό μου με τρομακτική μεγαλοπρέπεια.
Αυτό δεν κάνουν τα σπουδαία βιβλία για εμάς; Γιατί τα διαβάζουμε και τα γράφουμε; Όμως, ο Νίτσε τελικά διαφώνησε με την ηττοπάθεια του Σοπενάουερ και σιγά-σιγά άνθισαν οι δικές του ιδέες για την αξία της δυσκολίας. Σε μια επιστολή του 1876 προς την Cosima Wagner – τη δεύτερη σύζυγο του φημισμένου συνθέτη Richard Wagner, με την οποία ο Νίτσε είχε γίνει φίλος – δήλωσε, μετά από πάνω από δέκα χρόνια από την συνάντησή του με τον Σοπενάουερ:
Θα εκπλαγείτε αν σας εξομολογηθώ κάτι που έχει σταδιακά συμβεί, αλλά που έχει ξαφνικά εισέλθει στη συνείδησή μου: μία διαφωνία με την διδασκαλία του Σοπενάουερ; Στην ουσία, δεν τάσσομαι στο πλευρό όλων των δηλώσεων που κάνει.
Αυτό το σημείο καμπής είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Νίτσε έφτασε στην πεποίθηση ότι η δυσκολία είναι το εφαλτήριο για την ευτυχία και την ολοκλήρωση. Ο De Botton το αποθανατίζει πολύ όμορφα:
Επειδή η αυτοπραγμάτωση είναι μια ψευδαίσθηση, οι σοφοί πρέπει να αφιερωθούν στην αποφυγή του πόνου και όχι στην αναζήτηση ευχαρίστησης, ζώντας ήσυχα, όπως υποστήριξε ο Σοπενάουερ, «σε ένα μικρό πυρίμαχο δωμάτιο» – μία συμβουλή που τώρα πλήττει τον Νίτσε ως τόσο δειλή και αναληθής, μία προστατευμένη προσπάθεια εστίασης, όπως ταπεινωτικά αναφέρει μερικά χρόνια αργότερα, «κρυμμένα σε δάση όπως τα ντροπαλά ελάφια». Η αυτοπραγμάτωση δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποφυγή του πόνου, αλλά με την αναγνώριση του ρόλου του ως ένα φυσικό, αναπόφευκτο βήμα για την επίτευξη οτιδήποτε καλού.
Και ίσως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο μηδενισμός γενικά, και ιδιαίτερα ο Νίτσε, έχουν πρόσφατα αναζωπυρώσει την ποπ κουλτούρα. Ο σοφός και υπέροχος παραγωγός Jad Abumrad συλλαμβάνει τη γοητεία αυτών των διδασκαλιών:
Όλος ο ποπ μηδενισμός γύρω μας δεν έχει να κάνει με τη κατάρριψη των δομών της εξουσίας ή με τον ενστερνισμό της ανυπαρξίας, απλά λέει: «Κοιτάξτε με! Δείτε πόσο γενναίος είμαι!».
Αναφερόμενος στον Νίτσε, με άλλα λόγια, είναι ένας τρόπος να υποδείξουμε στους άλλους ότι δεν είμαστε φοβισμένοι, ότι η δυσκολία δεν θα μας λυγίσει, ότι η δυσκολία μόνο θα μας διασφαλίσει.
Και ίσως δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό. Εξάλλου, ο Βίκτορ Φράνκλ δεν ήταν μηδενιστής και παρ’ όλα αυτά τον ακολουθούμε για τον ίδιο λόγο: να βρούμε βεβαίωση, παρηγοριά, να νιώσουμε ότι μπορούμε να αντέξουμε.
Πηγή: brainpickings.com