Έμπειροι ψυχοθεραπευτές αναπολούν το έργο της ζωής τους και μιλούν για αυτό.
Όποιος γνωρίζει κάποιον κλινικό ψυχολόγο ή ψυχοθεραπευτή, θα ξέρει τις ιστορίες που κουβαλούν στο μυαλό και την καρδιά τους. Ιστορίες από τους αγώνες των άλλων ανθρώπων, τον πόνο, το τραύμα, την αγάπη και μερικές φορές, την απίστευτη υπέρβαση. Όταν ο ψυχολόγος επιστρέφει στο σπίτι του, οι ιστορίες των θεραπευόμενων μένουν μαζί του, αλλά βρίσκονται σε έναν παράλληλο κόσμο συντρόφων, παιδιών, φίλων και αδιαφορίας. Πώς είναι αυτή η ζωή για τον ψυχολόγο και τους αγαπημένους του; Πώς ανταπεξέρχεται σε αυτό;
Ορισμένα στοιχεία για τα παραπάνω ερωτήματα προέρχονται από εις βάθος συνεντεύξεις με εννέα έμπειρους ψυχολόγους και τρεις ψυχιάτρους από τη Νορβηγία, που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο “Psychotherapy Research” από την Marit Råbu και τους συνεργάτες της. Οι ερωτηθέντες, 7 γυναίκες και 5 άνδρες, ηλικίας από 68 ως 86 ετών, είχαν εργαστεί ως ψυχοθεραπευτές για διάστημα μεταξύ 35 και 56 ετών και ορισμένοι είναι τώρα συνταξιούχοι. Όλοι είχαν αρχίσει τη σταδιοδρομία τους με ένα ψυχαναλυτικό προσανατολισμό, αλλά πολλοί είχαν από τότε επεκταθεί και σε άλλες προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένης της γνωστικής θεραπείας.
Καθώς κλήθηκαν να αναλογιστούν το έργο της ζωής τους, ένα θέμα που επανερχόταν συχνά στα σχόλια τους ήταν ότι ένιωθα το έργο τους ως ένα προνόμιο, μια ταπεινή εμπειρία να έρθουν τόσο κοντά στις ζωές άλλων ανθρώπων, να δουν τον πόνο και την ταλαιπωρία τους και να βιώσουν μερικές φορές την αξιοσημείωτη ικανότητά τους να αντεπεξέρχονται και να προσαρμόζονται. Οι θεραπευτές περιέγραψαν πώς αυτή η γνώση είχε επηρεάσει την προσωπική τους ανάπτυξη, δεδομένου ότι «χρησιμοποιούσαν διαφορετικά μέρη του εαυτού τους με διαφορετικούς θεραπευόμενους». H γνώση αυτή, είχε επίσης εμπλουτίσει τις δικές τους προσωπικές σχέσεις διδάσκοντάς τους να είναι ταπεινοί και να αποδέχονται τους άλλους.
Ωστόσο, οι ερωτηθέντες περίεγραψαν επίσης, το βάρος του αισθήματος της τόσο μεγάλης ευθύνης για τους θεραπευόμενους και την έκθεση τους σε τόσο πολύ πόνο. Αν μη τι άλλο, είπαν ότι η ηλικία και η εμπειρία, τους είχαν κάνει πιο ευαίσθητους και υπήρχε μια συσσωρευτική επίδραση των «θλιβερών πραγμάτων» κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους.
Οι δύσκολες προκλήσεις του ψυχοθεραπευτικού έργου
Μια από τις πιο δύσκολες προκλήσεις ήταν η συνεργασία με αυτοκτονικούς θεραπευόμενους, το ότι αισθάνονταν αβοήθητοι να αλλάξουν ορισμένες καταστάσεις κακοποίησης και στις χειρότερες περιπτώσεις, η αντιμετώπιση της θλίψης για ένα θεραπευόμενο που είχε αφαιρέσει τη ζωή του. Κάποιοι μίλησαν για την ενοχή τους ότι δεν ήταν αρκετοί για να παρέχουν επαρκή στήριξη στους θεραπευόμενούς τους.
Αυτό είναι ίσως το πιο βαρύ μέρος της δουλειάς, είπε ένας θεραπευτής, να κατέχεις τόση ευθύνη και να μαθαίνεις πόση μοναξιά βιώνουν αυτοί οι ασθενείς.
Αυτό το άγχος επηρέασεκαι τις προσωπικές σχέσεις των θεραπευτών. «Γεμίζουμε την εσωτερική ζωή μας με ανθρώπους που δεν ζούμε πια μαζί τους», είπε ένας, «αφήνοντας ελάχιστο χώρο ίσως για τα πιο κοντινά μέλη της οικογένειάς μας». Άλλοι περιέγραψαν ότι αποσύρονταν από οποιαδήποτε σύγκρουση με τους/τις συζύγους τους και ίσως ανέχονταν υπερβολικά πολλά πράγματα, απλά σε αντάλλαγμα για μια εύκολη ζωή στο σπίτι. Ένας θεραπευτής είπε ότι η σύζυγός του τον περιέγραψε ως «απρόσιτο», όταν επέστρεφε από τη δουλειά.
Αλλά σε γενικές γραμμές, οι θεραπευτές μίλησαν για την καριέρα τους, πώς εμπλούτισαν τη ζωή τους και πώς ο ρόλος τους είχε γίνει ένα ζωτικό μέρος της ταυτότητάς τους. Εξήγησαν ότι είχαν ανταπεξέλθει, δημιουργώντας ένα τρόπο διαχείρισης του βάρους της κλινικής εργασίας τους με τους στενούς συγγενείς τους: περιέγραψαν τη σημασία της αυτοσυμπόνιας και την προστασία του εσωτερικού χώρου τους. Οι ερευνητές είπαν ότι «αυτό περιλαμβάνει την καλλιέργεια άλλων δεξιοτήτων, την κοινωνικοποίηση με ανθρώπους εκτός του επαγγέλματος, τη μουσική, τη ζωγραφική και τη φροντίδα του σώματος, ασκώντας το με ποικίλους τρόπους». Όλοι εκτός από έναν ερωτώμενο είχαν στραφεί στις τέχνες, παίζοντας ένα μουσικό όργανο ή ζωγραφίζοντας. Οι θεραπευτές τόνισαν επίσης τα πλεονεκτήματα του χρόνου που επένδυαν στη φύση και τη σημασία της «συναδελφικής υποστήριξης ή εποπτείας» σε όλη τη σταδιοδρομία τους.
Ποιοτικά, η ανοιχτή έρευνα αυτού του είδους παράγει πλούσιο υλικό για την ανάλυση και τον προβληματισμό, αλλά αναπόφευκτα με κόστος τον μεθοδολογικό έλεγχο, γεγονός που καθιστά δύσκολο να γνωρίζουμε κατά πόσο τα ευρήματα ισχύουν γενικά ή μόνο για το μικρό δείγμα των ερωτηθέντων.
Οι ερευνητές αναγνώρισαν ότι ο δικός τους «ανθρωπιστικός και σχεσιακός προσανατολισμός» μπορεί να επηρέασε τις ερωτήσεις που έκαναν και τον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν τις απαντήσεις. Επίσης, η φύση του δείγματος (δια βίου θεραπευτές) μπορεί να οδηγήσει σε μεροληπτικές αναφορές απλά λόγω του γεγονότος ότι αυτοί οι θεραπευτές είχαν επιλέξει να μείνουν όλοι στο πεδίο της ψυχοθεραπείας για ολόκληρη την καριέρα τους. Οι προβληματισμοί για το έργο της ψυχοθεραπείας από άλλους ψυχοθεραπευτές που έχουν επιλέξει το δρόμο της έρευνας ή της διδασκαλίας μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές.
Οι αντιλήψεις των ερωτηθέντων είναι επίσης πιθανό ότι είχαν διαμορφωθεί και από το γεγονός ότι είχαν ξεκινήσει την καριέρα τους στην ψυχοθεραπεία σε μια εποχή μεγάλης ελευθερίας και αισιοδοξίας για το επάγγελμα. Οι κλινικοί ψυχολόγοι που ξεκινούν σήμερα μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με διαφορετικές προκλήσεις, όπως περικοπές χρηματοδότησης, εξονυχιστικό έλεγχο των θεραπευτικών αποτελεσμάτων και απαίτηση για υψηλά συστηματοποιημένες μορφές θεραπείας.
Πηγή: digest.bps.org.uk
Απόδοση – Επιμέλεια: PsychologyNow.gr