Η αδικία που πληγώνει ανατρέχει στα επώδυνα βιώματα της παιδικής ηλικίας. Αναζητάει τους όρους και τις συνθήκες που την παράγουν στο οικογενειακό περιβάλλον. Καταγράφει τις προσδοκίες για την απάλειψή της, αλλά και τις επώδυνες ματαιώσεις στις συντροφικές σχέσεις. Επεξεργάζεται την εμφάνισή της στο εργασιακό περιβάλλον. Αναδεικνύει όμως τη δυνατότητα να μην ταυτιστεί η μοίρα του ανθρώπου με τα τραύματά του, γιατί κάτι τέτοιο θα οριζόταν ως μοιραία παράδοση στην κατάθλιψη.
“Αυτός που κάνει συγκρίσεις για να νιώσει καλά, δεν συνειδητοποιεί ότι θέτει τον εαυτό του σε διαρκή ανασφάλεια. Η σύγκριση είναι μία πληγή διαρκώς ανοικτή και δεν επουλώνεται. Ανεξάρτητα από το όποιο αποτέλεσμα, αξιολογείται ως βλαπτική. Το να είσαι καλύτερος από κάποιον άλλον δεν σημαίνει αναγκαστικά να είσαι και όντως καλός. Το να είσαι ο καλύτερος όλων δεν σημαίνει ότι αυτή την ιδιότητα θα την έχεις και την αμέσως επόμενη στιγμή“.
“Ο στόχος είναι να είσαι καλός σύμφωνα με τον εαυτό σου. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να σου το αμφισβητήσει κανείς“.
Η αδικία που πληγώνει είναι μία κίνηση απεγκλωβισμού από τις μονοδιάστατες κατανοήσεις των κλινικών διαγνώσεων. Είναι μία αισιόδοξη θέαση, απόρροια μακρόχρονης κλινικής εργασίας με ανθρώπους που με αγωνία εμπιστεύτηκαν τα μυστικά της ψυχής τους στον θεραπευτή και την ίδια στιγμή που τους κυριαρχούσε ο φόβος για την κλινική ματιά του, εκείνη ακριβώς τη στιγμή προκαλούσαν την απεριόριστη εκτίμησή του.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός.