Μια νέα μελέτη απεικόνισης του εγκεφάλου από το Πανεπιστήμιο MIT και την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Harvard, μπορεί να οδηγήσει στον προσυμπτωματικό έλεγχο για τον εντοπισμό παιδιών, που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουν κατάθλιψη αργότερα στη ζωή τους.
Στη μελέτη αυτή, οι ερευνητές διαπίστωσαν διακριτές διαφορές στον εγκέφαλο των παιδιών που διέτρεχαν υψηλό κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης, λόγω του οικογενειακού ιστορικού τους. «Η ανακάλυψη αυτή υποδηλώνει, ότι αυτός ο τύπος εξέτασης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό παιδιών πριν εμφανίσουν κατάθλιψη, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να υποβληθούν έγκαιρα σε θεραπεία», λέει ο John Gabrieli, καθηγητής στο Grover M. Hermann Health Sciences and Technology, καθώς και καθηγητής Εγκεφαλικών και Γνωστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου MIT.
«Θα θέλαμε να αναπτύξουμε τα απαραίτητα εργαλεία, ώστε να είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε τους ανθρώπους που διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο, ανεξάρτητα από την αιτία του κινδύνου, με απώτερο στόχο την έγκαιρη παρέμβαση και όχι να περιμένουμε να προσβληθούν από την κατάθλιψη», συμπλήρωσε.
Η πρώιμη παρέμβαση είναι πολύ σημαντική, επειδή όταν ένα άτομο εμφανίσει ένα επεισόδιο κατάθλιψης, είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσουν και άλλα. «Εάν μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το πρώτο επεισόδιο, μπορεί ίσως, η πορεία ενός ατόμου να είναι πολύ διαφορετική», λέει ο Gabrieli.
Διακριτά μοτίβα
Η μελέτη βοηθά επίσης στην απάντηση μίας ερώτησης κλειδί, σχετικά με τις δομές του εγκεφάλου των καταθλιπτικών ασθενών. Προηγούμενες μελέτες απεικόνισης, έχουν αποκαλύψει δύο περιοχές του εγκεφάλου που συχνά παρουσιάζουν ανώμαλη δραστηριότητα σε αυτού του τύπου τους ασθενείς: τον υπογονάτιο φλοιό της πρόσθιας μοίρας της έλικας του προσαγωγίου (sgACC) και την αμυγδαλή. Ωστόσο, δεν ήταν σαφές εάν ήταν αυτές οι διαφορές που προκαλούσαν κατάθλιψη ή αν ο εγκέφαλος άλλαζε ως αποτέλεσμα ενός καταθλιπτικού επεισοδίου.
Προκειμένου οι ερευνητές να επιλύσουν το ζήτημα αυτό, αποφάσισαν να εξετάσουν τον εγκέφαλο των παιδιών που δεν έπασχαν από κατάθλιψη, αλλά είχαν έναν γονέα που είχε τη διαταραχή, χρησιμοποιώντας ένα διαδεδομένο διαγνωστικό ερωτηματολόγιο, για να αξιολογήσουν τα συμπτώματά τους. Τα παιδιά αυτά έχουν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης αργότερα στη ζωή τους, συνήθως στην ηλικία μεταξύ 15 και 30 ετών.
Ο Gabrieli και οι συνεργάτες του μελέτησαν 27 παιδιά που διέτρεχαν υψηλό κίνδυνο, ηλικίας 8 έως 14 ετών και τα συνέκριναν με μια ομάδα 16 παιδιών, που δεν είχε οικογενειακό ιστορικό κατάθλιψης.
Χρησιμοποιώντας Λειτουργική Μαγνητική Τομογραφία (fMRI), οι ερευνητές μέτρησαν το συγχρονισμό της δραστηριότητας μεταξύ διαφορετικών περιοχών του εγκεφάλου. Τα μοτίβα συγχρονισμού που προκύπτουν, όταν ένα άτομο δεν εκτελεί κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, επιτρέπουν στους επιστήμονες να καθορίσουν ποιες περιοχές του εγκεφάλου, επικοινωνούν με φυσικό τρόπο μεταξύ τους.
Οι ερευνητές εντόπισαν αρκετά διακριτά μοτίβα στα παιδιά που διέτρεχαν υψηλό κίνδυνο κατάθλιψης. Η ισχυρότερη από αυτές τις συνδέσεις ήταν μεταξύ του υπογονάτιου φλοιού της πρόσθιας μοίρας της έλικας του προσαγωγίου (sgACC) και της προεπιλεγμένης λειτουργίας του δικτύου περιοχών του εγκεφάλου που είναι πιο ενεργό, όταν το μυαλό είναι αφηρημένο. Αυτός ο ασυνήθιστα υψηλός συγχρονισμός, έχει παρατηρηθεί επίσης στους εγκεφάλους των καταθλιπτικών ενηλίκων.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης, υπερκινητικές συνδέσεις μεταξύ της αμυγδαλής, η οποία είναι σημαντική για την επεξεργασία των συναισθημάτων και της κάτω μετωπιαίας έλικας, η οποία εμπλέκεται με την επεξεργασία της γλώσσας. Στις περιοχές του μετωπιαίου και του βρεγματικού φλοιού, οι οποίες είναι σημαντικές για τη σκέψη και τη λήψη αποφάσεων, βρήκαν κάτω από το μέσο όρο, επίπεδα συνδεσιμότητας.
Αιτία και αποτέλεσμα
«Αυτά τα μοτίβα, μοιάζουν εντυπωσιακά με εκείνα που βρέθηκαν σε καταθλιπτικούς ενήλικες, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτές οι διαφορές προκύπτουν, πριν εμφανιστεί η κατάθλιψη και μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της διαταραχής», λέει ο Ian Gotlib, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Stanford.
«Τα ευρήματα συμφωνούν με την εξήγηση, ότι τα μοτίβα αυτά συμβάλλουν στην εμφάνιση της νόσου», λέει ο Gotlib, ο οποίος δεν συμμετείχε στην έρευνα. «Τα μοτίβα αυτά υπάρχουν πριν από το καταθλιπτικό επεισόδιο και δεν είναι αποτέλεσμα της διαταραχής».
Η ομάδα από το Πανεπιστήμιο MIT συνεχίζει να παρακολουθεί τα παιδιά που βρίσκονται στην ευπαθή ομάδα και σχεδιάζει να διερευνήσει κατά πόσο η έγκαιρη θεραπεία, μπορεί να αποτρέψει τα επεισόδια κατάθλιψης. Επίσης, ελπίζουν να μελετήσουν πώς μερικά παιδιά που βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο, καταφέρνουν να αποφύγουν την διαταραχή, χωρίς θεραπευτική αγωγή.
Πηγή: MIT
Πηγή έρευνας: Biological Psychiatry
Απόδοση – Επιμέλεια: Oμάδα psychologynow