Μια γυναίκα που αποφεύγει να οδηγεί μεγάλες αποστάσεις επειδή παθαίνει κρίσεις πανικού, ένας άντρας που πάσχει από έντονους φόβους για πιθανή μόλυνση και που αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τις δημόσιες τουαλέτες και μια γυναίκα που δεν μπορεί να πάει στην εκκλησία γιατί φοβάται τους κλειστούς χώρους, έχουν δύο κοινά χαρακτηριστικά: πάσχουν απόμια αγχώδη διαταραχή και είναι γονείς.
Ο καθένας από αυτούς τους γονείς ζήτησε βοήθεια, επειδή πάλευε με το άγχος και ήθελε να αποτρέψει τα παιδιά του από το να υποφέρουν με τον ίδιο τρόπο. Τα παιδιά των γονέων με αγχώδη διαταραχή κινδυνεύουν να αναπτύξουν τέτοιου τύπου διαταραχές. Ωστόσο, σύμφωνα με μία νέα έρευνα της ψυχιάτρου Γκόλντα Γκίνσμπεργκ αυτό δεν ισχύει πάντα.
Η Γκίνσμπεργκ και οι συνεργάτες της από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, εφήρμοσαν μια οικογενειακή θεραπεία ενός έτους με στόχο την ψυχολογική παρέμβαση σε 136 οικογένειες με τουλάχιστον έναν γονέα που έπασχε από άγχος και είχε τουλάχιστον ένα παιδί ηλικίας μεταξύ 6 και 13 ετών.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε διαδικτυακά στις 25 Σεπτεμβρίου στο περιοδικό “The American Journal of Psychiatry”, έδειξε ότι οι ψυχολογικές θεραπευτικές παρεμβάσεις σε οικογένειες είναι αποτελεσματικές. Μόνο το 9% των παιδιών που συμμετείχαν σε μια θεραπευτικού τύπου οικογενειακή παρέμβαση, ανέπτυξαν άγχος μετά από ένα έτος, σε σύγκριση με το 21% σε μια άλλη ομάδα που έλαβε μόνο γραπτή καθοδήγηση, ενώ στην ομάδα που δεν υποβλήθηκε σε καμία θεραπεία και δεν έλαβε καμία γραπτή καθοδήγηση, ανέπτυξε άγχος το 31% των παιδιών.
«Τα ευρήματα αυτά τονίζουν την ευπάθεια που έχουν τα παιδιά των γονέων αυτών στο άγχος», λέει η Γκίνσμπεργκ, η οποία και θέλει να κάνει κάτι για αυτό. «Αν μπορούμε να εντοπίσουμε τα παιδιά που διατρέχουν κίνδυνο, μπορούμε νατα αποτρέψουμε από αυτόν τον κίνδυνο».
Το άγχος τείνει να εμφανίζεται σε οικογένειες, με έως και 50% των παιδιών που έχουν γονείς με αγχώδεις διαταραχές, με συνέπεια να μεγαλώνουν και τα ίδια με άγχος. Μέχρι τώρα, τα προγράμματα για την πρόληψη του άγχους που έχουν διεξαχθεί στα σχολεία, είχαν μέτρια επιτυχία.
Για ένα νευρικό παιδί, μια γνωριμία με ένα συνομήλικο του, μπορεί να είναι εξαιρετικά αγχωτική. Το ίδιο και η δοκιμή ενός καινούριου φαγητού, που μπορεί να του προκαλέσει ανησυχίες για πιθανή δηλητηρίαση. Για να αντιμετωπίσουν αυτό το είδος εξουθενωτικού άγχους, τα παιδιά αρχίζουν να αποφεύγουν οτιδήποτε τους προκαλεί συναισθήματα άγχους. Αν φοβούνται το σκοτάδι, μπορεί να επιμένουν στο να κοιμούνται με τα φώτα αναμμένα. Αν φοβούνται την αποτυχία, δεν θα δοκιμάσουν νέα πράγματα. Σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να αρνηθούν ακόμα και να φύγουν από το σπίτι.
«Το άγχος και ο φόβος συνήθως βοηθούν στην αυτοπροστασία και στην προσαρμοστικότητα», λέει η Γκίνσμπεργκ. «Αλλά στα παιδιά με άγχος μπορεί να μην λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, γιατί αυτά τα παιδιά νιώθουν κίνδυνο και απειλή, ακόμα και όταν δεν υπάρχει πραγματικά».
«Η έμφυτη ιδιοσυγκρασία καθώς και οι εμπειρίες της ζωής παίζουν μεγάλο ρόλο», προσθέτει η Γκίνσμπεργκ. «Όσο περισσότερες αρνητικές εμπειρίες βιώνει ένα παιδί, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να παλεύει με κρίσεις άγχους ως ενήλικας. Αλλά υπάρχει επίσης ένα συστατικό του άγχους που μαθαίνεται και διδάσκεται κατά λάθος από τους γονείς οι οποίοι αποτελούν υπόδειγμα με τη συμπεριφορά τους. Είναι αυτές οι μαθημένες συμπεριφορές και τα πρότυπα σκέψης που όμως, οι παρεμβάσεις από ψυχολόγους μπορούν να βοηθήσουν να αλλάξουν».
Οι περισσότεροι από τους ενήλικες που συμμετείχαν στη μελέτη, είχαν προβλήματα στο σχολείο και δεν το είχαν εκμυστηρευτεί κανέναν. Δεν σήκωναν τα χέρια τους να πουν μάθημα, ενώ είχαν διαβάσει ή αρρώσταιναν πριν από τις εξετάσεις. Οι περισσότεροι δεν έκαναν εύκολα φίλους. Ως ενήλικες, το άγχος τους εξακολουθεί να περιορίζει τις δραστηριότητές τους και μερικές φορές ακόμα και των μελών της οικογένειάς τους και είναι πολύ ευαισθητοποιημένοι στο να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αποφύγουν τα ίδια προβλήματα.
Οι παρεμβάσεις
Κατά τη διάρκεια αυτής της μελέτης, μερικές από τις οικογένειες συμμετείχαν σε οκτώ πολύωρες συνεδρίες υπό την καθοδήγηση ενός έμπειρου ψυχολογόγου για μια περίοδο δύο μηνών. Σε άλλες, δόθηκε μόνο ένα φυλλάδιο που περιείχε γενικές πληροφορίες σχετικά με τις αγχώδεις διαταραχές και τις κατάλληλες θεραπείες, ενώ άλλες οικογένειες δεν έλαβαν καμία ενημέρωση.
Οι οικογένειες που συμμετείχαν στη θεραπεία διδάχτηκαν με ποιο τρόπο να αναγνωρίζουν τα συμπτώματα του άγχους και πώς να τα αντιμετωπίζουν. Άσκησαν δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, καθώς και πώς να εκθέτουν το παιδί τους με ασφαλή τρόπο σε ό,τι του δημιουργούσε άγχος.
Ένας από τους τρόπους για να μειωθεί το άγχος είναι ο «Έλεγχος της Πραγματικότητας»–το να μαθαίνουν τα παιδιά να αναγνωρίζουν πότε ο φόβος είναι υγιής και πρέπει να προσέχουν, όπως όταν βλέπουν ένα σκυλί που γρυλίζει, ή μη υγιής, όπως μια υποψία ότι η τούρτα γενεθλίων τους είναι δηλητηριασμένη.
«Διδάξαμε στα παιδιά πώς να αναγνωρίζουν τις τρομακτικές σκέψεις και πώς να τις διαχειρίζονται», λέει η Γκινσμπεργκ. Για παράδειγμα, εάν ένα παιδί φοβάται τις γάτες και συναντήσει μία στο δρόμο, το παιδί μπορεί αρχικά να κάνει την τρομακτική σκέψη: «Η γάτα πρόκειται να μου κάνει κακό» και στη συνέχεια, μπορεί να ελέγξει αυτή τη σκέψη: «είναι σίγουρο ότι η γάτα θα μου κάνει κακό; Όχι, η γάτα δεν φαίνεται θυμωμένη. Δεν δείχνει τα δόντια της ούτε γρυλίζει, απλά κάθεται εκεί. Εντάξει, μπορώ να προσπεράσω τη γάτα και δεν θα με πειράξει».
Σε γενικές γραμμές, τα παιδιά που συμμετείχαν στην μελέτη για την θεραπευτική οικογενειακή παρέμβαση, παρουσίασαν γενικότερα χαμηλότερο άγχος από ό, τι τα παιδιά που δεν συμμετείχαν στην μελέτη αυτή.
Τώρα, οι ερευνητές ετοιμάζονται για μια συμπληρωματική έρευνα, ώστενα δούνε αν οι επιπτώσεις από την ψυχολογική θεραπευτική παρέμβαση σε οικογένειες, έχουν διαχρονική εφαρμογή. Η Γκίνσμπεργκ διερωτάται εάν θα πρέπει να υποβάλλονται οι οικογένειες σε τακτικές συνεδρίες. Προς αυτή την κατεύθυνση, σκέφτεται να προσεγγίσει ασφαλιστές για την προσφορά αυτού του είδους υπηρεσιών σε οικογένειες που διατρέχουν κίνδυνο, για να δει αν έτσι μειωθεί το συνολικό κόστος της υγειονομικής τους περίθαλψης.
«Θα έλεγα ότι θα πρέπει να αλλάξουμε το μοντέλο για την ψυχική υγεία με το να εφαρμόσουμε μια μέθοδο που να βασίζεται σε προληπτικούς ελέγχους», λέει η Γκίνσμπεργκ, «Όπως είναι το να πηγαίνεις στον οδοντίατρο κάθε έξι μήνες».
Πηγή: medicalxpress.com