Οι εγκέφαλοι των παιδιών που μεγαλώνουν σε πολύ χαμηλές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, φαίνονται διαφορετικοί από εκείνους των ομολόγων τους που ζουν υπό καλύτερες συνθήκες, σύμφωνα με την Ψυχολόγο Μάρθα Φάρα, η οποία διευθύνει το Κέντρο για τις Νευροεπιστήμες και την Κοινωνία, στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania.
Χρησιμοποιώντας νευροαπεικονιστικές τεχνικές, η Φάρα και οι συνεργάτες της, εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και της ανάπτυξης του εγκεφάλου. Σε μια μελέτη του 2013 που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό “Developmental Science”, εξέτασαν τον αντίκτυπο της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης στον προμετωπιαίο φλοιό.
Αυτή η περιοχή του εγκεφάλου, εξηγούν οι ερευνητές, είναι απαραίτητη για την εκτελεστική λειτουργία και έτσι σχετίζεται με τη νοημοσύνη και την ακαδημαϊκή επιτυχία. Ο προμετωπιαίος φλοιός έχει επίσης μια μακρά αναπτυξιακή τροχιά και είναι ευαίσθητος σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως το άγχος.
Στη μελέτη, η Φάρα και οι συνεργάτες της διαπίστωσαν ότι η γονική εκπαίδευση, ένας κοινός παράγοντας της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης της παιδικής ηλικίας, προέβλεψε σημαντικά το πάχος του προμετωπιαίου φλοιού στον εγκέφαλο των παιδιών.
Αν και οι διαφορές στον εγκέφαλο μπορεί να υποδηλώνουν ότι οι αιτίες είναι γενετικές, οι περιβαλλοντικές διαφορές μεταξύ των κατώτερων και των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών τάξεων στις παιδικές ηλικίες, πιθανόν να αποτελούν συμπληρωματικό παράγοντα με αποτέλεσμα τις επιπτώσεις που παρατηρούμε, λέει η Φάρα. Αυτά περιλαμβάνουν το άγχος, την έλλειψη της γνωστικής διέγερσης, την κακή διατροφή, την έκθεση σε μόλυβδο και σε άλλες νευροτοξίνες και διαφορές στην ιατρική περίθαλψη.
Αυτές οι διαφορές στον εγκέφαλο αντικατοπτρίζονται στην παιδική εργασιακή μνήμη, στην επίλυση προβλημάτων και άλλων εκτελεστικών δεξιοτήτων, λέει η Farah. Είναι γνωστό στους ερευνητές από καιρό ότι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της παιδικής ηλικίας, είναι προβλεπτικός παράγοντας των μελλοντικών εκτελεστικών ικανοτήτων, συμπληρώνει. Αυτό που δεν γνωρίζουν όμως οι ερευνητές είναι αν οι διαφορές αυτές αλλάζουν κατά τη διάρκεια της παιδικής εξέλιξης: ενδεχομένως η συσσώρευση στρεσογόνων παραγόντων να διευρύνουν το χάσμα ή η περαιτέρω ανάπτυξη και η εκπαίδευση να επιτρέπει τελικά στα φτωχά παιδιά να καλύψουν το χαμένο έδαφος.
Διαβάστε σχετικά: Η επίδραση του βίαιου οικογενειακού περιβάλλοντος στα συναισθήματα των παιδιών
Σε μια εργασία του 2015 στο επιστημονικό περιοδικό «Developmental Science», η Φάρα και οι συνεργάτες της εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης και των εκτελεστικών λειτουργιών με βάση δεδομένα περισσοτέρων των 1.000 παιδιών και διαπίστωσαν ότι η σχέση παρέμενε σταθερή στη μέση παιδική ηλικία.
Συνεπής με τις περιβαλλοντικές αιτίες, οι διαφορές στην κοινωνικοοικονομική κατάσταση εν μέρει εξηγούνταν από την πρόσβαση των παιδιών σε παιχνίδια που διέγειραν τις γνωστικές ικανότητες, σε βιβλία, σε εκδρομές σε ανθρώπους και μέρη εκτός σπιτιού και στους γονείς που είχαν πολύ καλή επικοινωνία μαζί τους.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι όσο το εισόδημα μιας οικογένειας αυξανόταν, το ίδιο έκανε και η μνήμη εργασίας και οι εκτελεστικές ικανότητες των παιδιών. Αν και τα στοιχεία αφορούν σε συσχέτιση και όχι δεν είναι αιτιογενή, λέει η Farah, οι γενετικές διαφορές δεν θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί οι οικογενειακές περιουσίες και οι εκτελεστικές λειτουργίες αυξομειώνονται σε συσχετισμό.
Το χαμηλό βιοτικό οικονομικό επίπεδο μπορεί επίσης να αποτελέσει παράγοντα επιρροής και στο μυαλό των ενηλίκων, σύμφωνα με έρευνα του καθηγητή ψυχολογίας και δημοσίων σχέσεων Eldar Shafir από το πανεπιστήμιο του Princeton, όπως διαφαίνεται μέσα από τη μελέτη του: “Λιτότητα: Η νέα επιστήμη του να έχεις λιγότερα και πώς προσδιορίζει τις ζωές μας”.
Η λιτότητα, είτε αφορά στην έλλειψη χρημάτων, χρόνου ή ακόμα και φαγητού για να ικανοποιήσει την πείνα του ανθρώπου, μπορεί να προκαλέσει υπερ-εστίαση σε ένα πράγμα εις βάρος των άλλων, λέει ο Shafir. Για τους ανθρώπους που βιώνουν δύσκολα την οικονομική καθημερινότητα, η εστίαση σε άμεσες οικονομικές κρίσεις σημαίνει ότι υπάρχει ελάχιστο ψυχικό περιθώριογια άλλες καθημερινές εργασίες, όπως η εποπτεία των εργασιών των παιδιών ή η έγκαιρη λήψη φαρμακευτικής αγωγής, πόσο μάλλον στη δημιουργία ενός ταμείου έκτακτης ανάγκης ή στη λήψη άλλων μέτρων προς την οικονομική ασφάλεια.
Διαβάστε σχετικά: Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο επηρεάζει αρνητικά τη λήψη σωστών αποφάσεων
Στην πραγματικότητα, λέει ο Shafir, η φτώχεια μπορεί να εμποδίσει τη γνωστική λειτουργία. Σε ένα άρθρο στο περιοδικό Science, ο ίδιος με τους συνεργάτες του, μελέτησαν Ινδούς αγρότες ζαχαροκάλαμου και διαπίστωσαν ότι είχαν 10 πόντους υψηλότερο IQ στην μετασυλλεκτική περίοδο – όταν είναι σχετικά πλούσιοι – από ό, τι στην περίοδο προσυγκομιδής, όταν είναι φτωχοί.
Ο Shafir και οι συνεργάτες του βρήκαν το ίδιο μοτίβο σε καταναλωτές σε ένα εμπορικό κέντρο του New Jersey. Σε μια σειρά πειραμάτων που περιγράφονται επίσης στο περιοδικό Science, ζήτησαν από τους αγοραστές με ένα ευρύ φάσμα εισοδημάτων να σκεφτούν σενάρια σχεδιασμένα να πυροδοτήσουν ανησυχίες για τα δικά τους οικονομικά προβλήματα και στη συνέχεια να υποβληθούν σε γνωστικά τεστ.
Πλούσιοι και φτωχοί είχαν τις ίδιες γνωστικές επιδόσεις όταν το σενάριο που εμπλεκόταν αφορούσε ένα μικρό ποσό, όπως ενα λογαριασμό $150 για την επισκευή του αυτοκινήτου. Αλλά όταν το σενάριο αφορούσε υψηλό κόστος, όπως ένα λογαριασμό επισκευής αξίας $1.500, οι φτωχοί απέδωσαν χειρότερα.
Αυτά τα ευρήματα πηγαίνουν ενάντια στη συμβατική λογική σχετικά με το ποιος πιστεύουμε ότι είναι φτωχός, λέει ο Shafir. Μια πολύ κοινή άποψη είναι ότι οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή είναι λιγότερο ικανοί. Τα στοιχεία μας δείχνουν το ακριβώς αντίθετο: Είναι η φτώχεια που τους καθιστά λιγότερο ικανούς.
Πηγή: American Psychological Association
Συγγραφέας: Rebecca A. Clay