«Ελάτεεε! Το φαγητό είναι έτοιμο τρώωωμε!» Τα Κυριακάτικα μεσημέρια στην Ελληνική οικογένεια είναι συνυφασμένα με το φαγητό.
Θυμάμαι όταν ήμουν έφηβη η παρουσία μου στο Κυριακάτικο τραπέζι ήταν απαραίτητη. Πόσες φορές δεν την έκανα κοπάνα προφασιζόμενη διάβασμα με συμμαθήτρια. Ποτέ όμως δεν έλειπα όταν το φαγητό ήταν το αγαπημένο μου, παράδειγμα: κρέας κοκκινιστό με χοντροκομμένες τηγανητές πατάτες! Πριν ασχοληθώ με την Ψυχολογία – Ψυχοθεραπεία δυσκολευόμουν να κατανοήσω κάποιον που επέλεγε να στερηθεί ένα ωραίο και νόστιμο φαγητό ή ακόμα περισσότερο να το φάει και να το κάνει εμετό.
Εδώ και αρκετά χρόνια ασχολούμαι με ανθρώπους (ως επί το πλείστον γυναίκες) που ταλαιπωρούνται από διατροφικές διαταραχές. Γιατί άραγε οι άνθρωποι εμφανίζουν ανορεξία ή υπερφαγία και πρόκληση εμετού; Η πιο συχνή αιτία που αναφέρουν είναι, ότι νιώθουν ανεξήγητη πίεση είτε εσωτερική είτε από το περιβάλλον τους. Και οι δύο εξηγήσεις δηλώνουν ανάγκη του ανθρώπου να βρει τη θέση του στο χώρο. Ανορεξία και βουλιμία είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, εύκολα κάποιος μεταπηδά από τη μια κατάσταση στην άλλη.
Σύμφωνα με τη Συστημική προσέγγιση το σύμπτωμα είναι εκεί διότι εξυπηρετεί ένα σκοπό ή αλλιώς για να δείξει κάποια διαταραχή της ισορροπίας στο οικογενειακό σύστημα του ανθρώπου. Οι Συστημικοί Θεραπευτές χρησιμοποιούμε το σύμπτωμα για να φτάσουμε στην αιτία που το δημιούργησε, εστιάζουμε στην αιτία με σκοπό να αποδυναμωθεί το σύμπτωμα, με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Θεραπευτικό παράδειγμα διατροφικής διαταραχής
Η (Γ) ήρθε μετά από παραπομπή συναδέλφου. Ζήτησε να επισκεφθεί ψυχολόγο διότι δεν αισθανόταν καλά. Ήταν 22 ετών, ένα πολύ γλυκό, χαμογελαστό και συνεσταλμένο κορίτσι με πράσινα μεγάλα μάτια, ξανθά μακριά μαλλιά και φυσιολογικό σωματότυπο.
Άρχισε να μου λέει κλαίγοντας ότι ένιωθε αδιέξοδο, ανησυχούσε πολύ για την υγεία της!!! Έτρωγε και προκαλούσε εμετό, πρόσφατα είχε διαβάσει στο διαδίκτυο ότι οι άνθρωποι που τρώνε και μετά κάνουν εμετούς πάσχουν από βουλιμία. Επίσης μου εκμυστηρεύθηκε ότι αυτοτραυματιζόταν γιατί αυτό τη βοηθούσε να νιώθει καλύτερα. Σε ερώτησή μου πως εννοούσε το καλύτερα, η απάντησή της ήταν ότι έτσι ξαλάφρωνε. Από τι; Δεν ήξερε.
Παίρνοντας ιστορικό έμαθα ότι η (Γ) ήταν μοναχοπαίδι, οι γονείς της ήταν εκπαιδευτικοί. Όταν ήταν μικρή (γύρω στα 10) δεν την άφηναν να βγαίνει έξω να παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς, γιατί η περιοχή που κατοικούσαν δεν ήταν «καλή» και τα παιδιά δεν ήταν του «επιπέδου» τους. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσε στο μπαλκόνι του σπιτιού της, κάνοντας βόλτες με το ποδήλατό της και με ένα φανταστικό της φίλο που του μιλούσε (!) ενώ άκουγε τα παιδιά που έπαιζαν στο απέναντι παρκάκι.
Τα μόνα παιδιά που συναναστρεφόταν ήταν δύο κορίτσια που οι γονείς τους έκαναν παρέα με τους δικούς της. Δεν πήγαινε πουθενά μόνη της μέχρι την ηλικία των 17 ετών. Το άλλο σημαντικό στοιχείο ήταν ότι υπήρχαν απαγορευμένες τροφές στο σπίτι: δεν επιτρέπονταν τα μπισκότα, σοκολάτες, κέικ, ο,τιδήποτε η μαμά της θεωρούσε παχυντικό. Αν τύχαινε να έρθουν επισκέψεις στο σπίτι η μαμά της αγόραζε γλυκίσματα όμως ότι περίσσευε την άλλη μέρα εξαφανιζόταν.
Αν η θεραπευόμενή μου τα αναζητούσε τα ανακάλυπτε καταχωνιασμένα σε κάποιο ντουλάπι, αν έτρωγε κάτι από τα απαγορευμένα άκουγε επικριτικά σχόλια από τους γονείς για τη σιλουέτα της, «κοίτα πως είσαι;»
Έτσι η (Γ) γύρω στα 13 αποφάσισε να σταματήσει να τρώει και αδυνάτισε πολύ. Τότε ο πατέρας άρχισε να ενδιαφέρεται γι΄αυτήν (έδειχνε ανησυχία), την παρακαλούσε να φάει, η μάνα της δεν νομίζει ότι ανησυχούσε! Παρ’ όλο που την προέτρεπε να φάει, μάλλον ευχαριστιόταν που δεν έτρωγε.
Θυμάται να ηδονίζεται που τους έβλεπε στεναχωρημένους (δείχνει να έχει σύγχυση για το πώς ένιωθε η μάνα). Από τις περιγραφές της θεραπευόμενής μου ο πατέρας εμφανίζεται να είναι συντονισμένος σχεδόν απόλυτα με τις απόψεις της μητέρας. Μετά από κάποιο διάστημα (δεν θυμάται πόσο) η (Γ) μεταπήδησε από την ανορεξία στην υπερφαγία και πρόκληση εμετών.
Bowen και τρίγωνα στην οικογένεια
Σύμφωνα με τον Bowen η εμφάνιση οποιασδήποτε διαταραχής σε ένα παιδί είναι ιδιαίτερα σημαντικό θέμα. Ο ίδιος ασχολήθηκε ιδιαίτερα και την ονόμασε “Διεργασία Οικογενειακής Προβολής”. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία παρατηρείται σε όλες τις οικογένειες και αποδίδεται στο πλαίσιο του τριγώνου πατέρα – μητέρας – παιδιού και συνδέεται με τη διεργασία μεταβίβασης δια μέσου των γενεών. Στη Διεργασία Οικογενειακής Προβολής η συναισθηματικότητα και το άγχος του προσκολλημένου στα πατρικά στερεότυπα γονέα (ή γονέων) μεταβιβάζονται στο παιδί (ή παιδιά). Οι γονείς εστιάζουν σε τομείς που έχουν σχέση με τις δικές τους εμπειρίες από τις οικογένειες καταγωγής τους, όσον αφορά τη σωματική υγεία και τη συμπεριφορά του παιδιού. Η υπερβολική ανάμειξη των γονέων στη ζωή του παιδιού μπορεί να έχει θετικό, αρνητικό ή συγκρουσιακό χαρακτήρα.
Η (Γ) αναφέρει ότι η οικογένεια της μητέρας της ασχολείται με το φαί και την εμφάνιση, η μητέρα της συνεχώς κάνει δίαιτα, θυμάται τη γιαγιά της (μητέρας) να της λέει «σα να πάχυνες». Την ώρα του φαγητού η (Γ) είχε την αίσθηση ότι την παρακολουθούν, η μερίδα ήταν συγκεκριμένη, αν τολμούσε να βάλει κι άλλο φαγητό ένιωθε τη μάνα της να την κοιτάζει επικριτικά. Όταν η (Γ) έκανε αυτό που έπρεπε (ήθελαν οι γονείς) / άξιζε, αν έκανε αυτό που ήθελε / δεν άξιζε.
Η οικοδόμηση της αρνητικής εσωτερικής εικόνας
Σιγά – σιγά η (Γ) έχτισε μια διαστρεβλωμένη εικόνα εαυτού, πίστευε ότι δεν άρεσε στα αγόρια, σκεφτόταν ότι όποιος τη βλέπει λέει: «τι χοντρή και άσχημη». Όταν τα παιδιά δεν παίρνουν αποδοχή από τους γονείς, δεν ακούνε θετικά σχόλια, νιώθουν ότι δεν είναι σημαντικά, ότι δεν τα αγαπούν, γίνονται ανασφαλή, αποκτούν χαμηλή αυτοεκτίμηση και κάποιες φορές μπορεί να εμφανίσουν ακραίες συμπεριφορές όπως η θεραπευόμενή μου.
Κατά τη διάρκεια των συναντήσεών μας προσπαθούσα να μην περάσει κανένας μορφασμός ή ματιά ανεξήγητος/η, ώστε να μην ερμηνευθεί από την (Γ) ως επίκριση ή απόρριψη. Ήξερα ότι η (Γ) είχε μεγάλη δυσκολία στο να με εμπιστευθεί: ήμουν γυναίκα άλλωστε, όπως η μητέρα της. Στο υποσυνείδητο της ήταν καταγεγραμμένο ότι οι γυναίκες δεν την αποδέχονται. Αν κατάφερνα να με εμπιστευθεί αυτό θα ήταν κέρδος για τη θεραπευόμενή μου.
Στα αρχικά στάδια της θεραπείας της η (Γ) δυσκολευόταν πολύ να εντοπίσει συναισθήματα, μιλούσε χαμηλόφωνα, καθόταν με μαζεμένο το σώμα της, είχε περισσότερη ανάγκη στο να παίρνει επιβεβαίωση, με ρωτούσε συχνά αν έχει δίκιο. Αργότερα άρχισε δειλά να λέει πως αισθανόταν πίεση στο σπίτι, εγκλωβισμό, απελπισία, θυμό. Σε προτροπή μου να πει στη μητέρα της πως αισθανόταν, αρνιόταν κατηγορηματικά!
Δεν ήθελε να τη συγχωρήσει, φοβόταν ότι αν μοιραζόταν τα συναισθήματά της με τη μητέρα θα τα έχανε, θα έχανε τη δύναμή της. Σκέφτηκα ότι η θυματοποίησή της είχε γίνει δύναμη. Ο εγκλωβισμός που αισθανόταν, ο θυμός της προς τη μητέρα γύρισε προς τον εαυτό της, σε αυτοκαταστροφή.
Στο διάστημα αυτό οι εμετοί είχαν ενταθεί, οι αυτοτραυματισμοί ήταν αραιοί, συχνά ρωτούσα για τους εμετούς, χωρίς να δίνω οδηγίες για φαγητό ή ιατρικές υποδείξεις, περισσότερο με ενδιέφερε να τους συνδέω με καταπιεσμένα συναισθήματα της (Γ).
Η αλήθεια είναι ότι ανησυχούσα για την θεραπευόμενή μου, έμπαινα στο ρόλο της μητέρας. Ένα απόγευμα από εκεί που δεν το περίμενα έγινε η αλλαγή. Η (Γ) στο ραντεβού μας μου είπε ότι μίλησε στη μητέρα της για το πόσο θυμωμένη ήταν μαζί της για το φαγητό που της στερούσε τόσα χρόνια. Φώναζε και έκλαιγε συγχρόνως όσο της μιλούσε. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση, την επιβράβευσα για την προσπάθειά της και το κατόρθωμά της, έδειξα να χαίρομαι με την ικανοποίησή της, άλλωστε από το βλέμμα της κατάλαβα ότι αποζητούσε την επιβράβευσή μου και την αποδοχή μου.
Το να σεβαστώ το χρόνο της θεραπευόμενής μου, να την περιμένω, να μη τη πιέσω, να την εμπιστευθώ, είχε θετική έκβαση για εκείνη. Πήρε τον έλεγχο του εαυτού της, έκανε αυτό που ήθελε όταν το ήθελε και συγχρόνως ένιωσε ότι αξίζει, ένιωσε δύναμη με υγιή τρόπο. Έσπασε ο φαύλος κύκλος του «αξίζεις όταν κάνεις αυτό που θέλουν οι άλλοι (πρέπει) και δεν αξίζεις όταν κάνεις αυτό που θέλεις».
Μετά από αυτή τη συνεδρία, η (Γ) σταδιακά αραίωσε τους εμετούς. Η μητέρα από το ξέσπασμα της κόρης της και από ένα ημερολόγιο που κατά λάθος είχε ξεχάσει η (Γ) πάνω στο γραφείο της για να το διαβάσει η μητέρα της, ενεργοποιήθηκε, με πήρε τηλέφωνο και έγινε οικογενειακή συνάντηση. Η θεραπευόμενή μου δεν ήταν συνεργάσιμη στη συνάντηση, άλλωστε σε παρελθόντα χρόνο της είχα προτείνει οικογενειακή συνεδρία και είχε αρνηθεί, ηδονιζόταν να βλέπει τους γονείς της να ανησυχούν, να ταλαιπωρούνται.
Η οικογενειακή πάντως δεν πήγε χαμένη, η μητέρα αποφάσισε να ξεκινήσει και αυτή ψυχοθεραπεία, (με άλλο θεραπευτή), αναλαμβάνοντας την ευθύνη της. Χρειάζεται βέβαια χρόνος για να αντιληφθεί πλήρως το δυσλειτουργικό ρόλο που παίζει στην οικογένειά της. Από τη θεραπευόμενή μου έμαθα ότι μετά από μερικές μέρες ο πατέρας της τσακώθηκε πολύ άσχημα με τη μητέρα της και δεν μιλούσαν για αρκετό διάστημα. Η (Γ) θύμωσε και με τον πατέρα που τόσα χρόνια ήταν η ηχώ της μάνας της…
Αν και μπορεί να διαφαίνεται μέσα από την αφήγηση πως κατηγορούνται οι γονείς και αποδίδονται περισσότερες ευθύνες στη μητέρα για το σύμπτωμα της κόρης, εντούτοις η πρόθεση του θεραπευτή κάθε άλλο παρά αυτή είναι. Η μόνη πιθανότητα για βελτίωση / θεραπεία της (Γ) είναι η τεχνητή απόσταση μεταξύ μητέρας και κόρης που δημιουργείται με την εμπλοκή του. Άλλωστε με τη θεραπευτική διαδικασία ήρθαν στην επιφάνεια καταστάσεις, γεγονότα και συναισθήματα που υπήρξαν! Η διαδικασία αυτή θα βοηθήσει στην απελευθέρωση του κοριτσιού από το σύμπτωμα, κάτι που επιθυμούν όλοι και σίγουρα θα ανοίξει την «ουσιαστική» επικοινωνία με τους γονείς της, που πριν δεν υπήρχε. Στο τέλος, όλοι θα βγουν κερδισμένοι.