Μισό αιώνα πριν, ο Στάνλεϋ Μίλγκραμ διεξήγαγε ένα από τα πιο φημισμένα πειράματα στην ιστορία της ψυχολογίας. Έδειξε πώς απλοί άνθρωποι μπορούν να βλάψουν τους άλλους, όταν τους ζητηθεί να το πράξουν. Το συμπέρασμά του, που έγινε διάσημο μέσα από την ταινία ” Η Υπακοή” που έδειχνε την έρευνά του, ήταν ότι οι άνθρωποι είναι προγραμματισμένοι να υπακούν στις εντολές, χωρίς να δίνουν σημασία το πόσο επιβλαβείς είναι αυτές. Αλλά τώρα μία η νέα έρευνα, υποδηλώνει ότι ο Μίλγκραμ έκανε λάθος.
Στο πείραμά του, το οποίο διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο Yale το 1961, ο Μίλγκραμ ζήτησε από εθελοντές να κάνουν ηλεκτροσόκ σε ανθρώπους που προσπαθούσαν, αλλά δεν κατάφερναν, να εκτελέσουν επιτυχώς μια εργασία. (Στην πραγματικότητα, αυτοί οι «άνθρωποι» που δέχονταν ηλεκτροσόκ ήταν ηθοποιοί, αλλά οι εθελοντές πίστευαν ότι τα ηλεκτροσόκ ήταν αληθινά).
Στην πιο γνωστή παραλλαγή της μελέτης, περίπου τα 2/3 των ανθρώπων συνέχισαν μέχρι τέλους να κάνουν ηλεκτροσόκ, μέχρι να φτάσουν στο μέγιστο επίπεδο των 450 volt. Οι μελέτες έχουν προκαλέσει σφοδρές διαμάχες από τότε, όχι μόνο για τα ευρήματά τους αλλά και για τους φόβους σχετικά με την δυσφορία που προκάλεσε στους ανθρώπους η συμμετοχή σε αυτό το πείραμα.
Ωστόσο, μία μελέτη στο “British Journal of Social Psychology” από ερευνητές καθηγητές ψυχολογίας, υποστηρίζει ότι η έννοια του πειράματος έχει ευρέως παρεξηγηθεί.
Ως αποτέλεσμα της αρχειακής έρευνας των ερευνητών, οι οποίοι πέρασαν αρκετούς μήνες ερευνώντας τα αρχεία του Yale, η ομάδα απέκτησε πρόσβαση στα δεδομένα που παρήχθησαν από 659 από τους 800 εθελοντές στο τέλος του πειράματος – αφού τους είχε κοροϊδέψει/εξαπατήσει ο πειραματιστής. Η ανατροφοδότηση έδειξε στους ερευνητές ότι οι περισσότεροι εθελοντές ανέφεραν ότι ήταν πολύ χαρούμενοι που είχαν συμμετάσχει.
Ο καθηγητής Άλεξ Χαζλάμ σχολίασε:
“Φαίνεται από την ανατροφοδότηση ότι ο κύριος λόγος που οι συμμετέχοντες δεν ήταν στενοχωρημένοι, είναι ό,τι δεν πίστευαν ότι είχαν κάνει τίποτα κακό. Η πεποίθηση αυτή οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητα του Μίλγκραμ να τους πείσει ότι είχαν κάνει μια σημαντική συμβολή στην επιστήμη. Αυτό παρέχει νέες γνώσεις σχετικά με την ψυχολογία της καταπίεσης και συνδέεται με άλλα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι δράστες γενικά κινητοποιημένοι, όχι μόνο από την επιθυμία να κάνουν κακό, αλλά και από την αίσθηση ότι αυτό που κάνουν είναι αξιόλογο και σωστό“.
Ο καθηγητής Στέφεν Ρέιτσερ πρόσθεσε:
“Αυτή η νέα ανάλυση δείχνει ότι μπορεί να έχουμε παρεξηγήσει την ηθική, καθώς και τα θεωρητικά ζητήματα που εγείρονται από τις μελέτες του Μίλγκραμ. Πρέπει να ρωτήσουμε αν είναι σωστό να προστατεύσουμε την ευημερία των συμμετεχόντων οδηγώντας τους να πιστεύουν ότι βλάπτουν την ευημερία των άλλων με τη δικαιολογία ότι το κάνουν για καλό σκοπό“.
Τα νέα δεδομένα έχουν συμπεριληφθεί στην ταινία “Shock Room”, η οποία βρίσκεται στα τελευταία στάδια παραγωγής της. Το έργο ξεκινά από εκεί που τελείωσε το πείραμα του Μίλγκραμ. Εξερευνά πώς οι άνθρωποι επιλέγουν να υπακούν την εξουσία αλλά και όταν επιλέγουν να την παρακάμψουν.
Η καθηγήτρια Κάθριν Μίλαρντ δήλωσε:
“Η επιτυχία του Μίλγκραμ συνδέεται και με το γεγονός ότι και ο ίδιος ήταν ένας ικανός δραματουργός, καθώς και ένας ψυχολόγος. Η ταινία “Shock Room”, διερευνά το παράδειγμα και επαναξιολογεί τα συμπεράσματά του Μίλγκραμ όπως φαίνονται στην ταινία του, “Υπακοή στην εξουσία”. Η ταινία προσδίδει μια νέα, ισχυρή ιστορία σχετικά με τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης μέσα από μια δημιουργική συνεργασία τέχνης και επιστήμης που έχει ευρεία σημασία για τη σύγχρονη κοινωνία”.