Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι όλες οι μητέρες θέλουν τα παιδιά τους να μεγαλώσουν και να γίνουν καλοί άνθρωποι, αλλά είναι λιγότερο γνωστό το πώς πραγματικά τα βοηθούν να λύσουν τα διάφορα ηθικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν στη ζωή τους.
Σύμφωνα με μια νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην “Developmental Psychology” με ερευνήτρια τη Holly Recchia, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Παιδείας του Πανεπιστημίου Concordia και του Κέντρου για την Έρευνα στην Ανθρώπινη Ανάπτυξη, πολλές μητέρες μιλούν στα παιδιά τους με τρόπους που τα βοηθούν να κατανοήσουν τα ηθικά σφάλματα.
Η μελέτη παρατήρησε 100 ζεύγη μητέρων και των παιδιών τους, στις ηλικίες των 7, 11 και 16 ετών. Κάθε παιδί κλήθηκε να περιγράψει δύο περιστατικά: ένα όπου βοήθησε ένα φίλο του και ένα όπου τον έβλαψε. Στη συνέχεια μίλησαν στις μητέρες τους για αυτή την εμπειρία.
Οι μητέρες, όταν αναφέρονταν στις ωφέλιμες συμπεριφορές των παιδιών τους, επικεντρώνονταν στα υπερήφανα συναισθήματα αυτών, εξέφραζαν τον ενθουσιασμό τους για την συμπεριφορά τους και αντανακλούσαν πώς η εμπειρία αυτή ανέδειξε τα θετικά χαρακτηριστικά των παιδιών τους.
Στα περιστατικά που αναφέρονταν στην επιβλαβή συμπεριφορά των παιδιών προς τον φίλο τους, οι μητέρες ήταν πιο εκλεπτυσμένες στον τρόπο που μιλούσαν και επέλεγαν προσεκτικά τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν, δείχνοντας ότι βρήκαν τρόπους για να αναγνωρίσουν το λάθος ενώ παράλληλα τόνιζαν ότι αυτές οι πράξεις δεν καθορίζουν τα παιδιά τους. Για παράδειγμα, επικεντρώθηκαν στις καλές προθέσεις του παιδιού ή σημείωναν την ικανότητά του/της για διόρθωση της συμπεριφοράς.
“Δεν είναι ότι οι μητέρες έλεγαν ότι είναι αποδεκτή αυτή η συμπεριφορά. Αναγνώριζαν ότι δεν ήταν, αλλά επίσης επαινούσαν το παιδί τους ότι απολογήθηκε για τη συμπεριφορά αυτή”, λέει η Recchia. Ρωτήθηκαν επίσης, “Τι μπορείτε να κάνετε την επόμενη φορά για να βεβαιωθείτε ότι η επιβλαβής συμπεριφορά δεν θα συμβεί; “
Στην ηλικία των 16 ετών που μελέτησαν οι ερευνητές, φανερώθηκε ότι η φύση αυτού του μητρικού ρόλου αναπτύσσεται μαζί με τα παιδιά καθώς οι γονείς εξελίσσονται από τους ήπιους εκπαιδευτικούς ρόλους για τους νέους, σε ηχηρούς συμβούλους για τους εφήβους. Οι μητέρες παρακινούσαν τα μικρότερα παιδιά πιο συχνά και εστίαζαν περισσότερο στις συγκεκριμένες λεπτομέρειες του γεγονότος. Αντίθετα, στην εφηβεία, έπαιρναν τον έλεγχο της συζήτησης, άλλαζαν τα θέματα όταν χρειαζόταν και έδειχναν στους εφήβους ότι μπορούν να τους εμπιστευτούν στη μετάδοση οικογενειακών και κοινωνικών αξιών.
“Οι νέοι των 16 ετών δεν χρειάζονται τόσο μεγάλη βοήθεια να κατανοήσουν γιατί έκαναν ό,τι έκαναν ή για τις επιπτώσεις των πράξεών τους”, λέει η Recchia. “Αλλά ακόμα χρειάζονται στήριξη για την κατανόηση των ευρύτερων επιπτώσεων για το ποιοι είναι ως πρόσωπα και μερικές από τις επιπλοκές που προκύπτουν κατά τη σύναψη των σχέσεών τους, καθώς η ταυτότητά τους δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί”.
Σε όλους τους τομείς, είναι σαφές ότι οι άμεσες επαφές γονέων-παιδιών, έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη συμπεριφορά των τελευταίων. Τα ευρήματα δείχνουν ιδιαίτερα ότι οι συζητήσεις των γονέων σχετικά με την ωφέλιμη και την επιβλαβή συμπεριφορά των παιδιών τους, συντελούν σε ξεχωριστές και συμπληρωματικές συνεισφορές στην κατανόηση εκείνων για τον εαυτό τους ως ατελή, αλλά παρ ‘όλα αυτά ως ηθικούς ανθρώπους, ικανούς να κάνουν το καλό αλλά και να βλάψουν τον συνάνθρωπό τους.
Πηγή: PubMed.gov