Έχω μόλις επιστρέψει από τη δουλειά και, παρά την κούραση της ημέρας, ετοιμάζω το τραπέζι για όλους…. Τις σκέψεις μου διακόπτει η πόρτα που ανοίγει απότομα και το ποδοβολητό στο διάδρομο. Ο γιος μου κλείνεται στο δωμάτιό του, αφήνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο πίσω του. «Άσε με! Δεν πεινάω σου λέω!», μου φωνάζει, όταν του χτυπάω την πόρτα. Τι να συνέβη πάλι; Αυτός ο συμμαθητής του θα είναι… Από τότε που πάτησε το πόδι του στο σχολείο, δεν τον έχει αφήσει σε ησυχία… Τι να κάνω; Πώς μπορώ να τον βοηθήσω;
Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με παρόμοια περιστατικά, συνήθως η πρώτη λέξη που μας έρχεται στο μυαλό είναι «bullying», ελληνιστί «σχολικός εκφοβισμός», για τον οποίο φαίνεται να έχει χυθεί πολύ μελάνι τα τελευταία χρόνια. Τι σημαίνει, όμως «σχολικός εκφοβισμός» και σε τι διαφέρει από το απλό πείραγμα ή την «καζούρα»;
Σύμφωνα με τον Olweus, «ένα παιδί εκφοβίζεται ή θυματοποιείται όταν εκτίθεται επανειλημμένα και για αρκετό διάστημα σε αρνητικές ενέργειες εκ μέρους ενός ή περισσότερων άλλων μαθητών». Πρόκειται, επομένως, για μορφή επιθετικότητας μεταξύ μαθητών στο σχολείο, που είναι απρόκλητη, επαναλαμβανόμενη και αδικαιολόγητη. Πραγματοποιείται από ένα ισχυρότερο παιδί ή μια ομάδα παιδιών, που συνήθως αποκαλούνται «δράστες» σε ένα ασθενέστερο παιδί, «το θύμα», με στόχο να προκληθεί φόβος, ντροπή, στεναχώρια και πόνος. Η διαφοροποίηση από το «πείραγμα» είναι σαφής, καθώς δεν πρόκειται για αμοιβαία ανταλλαγή αστείων με φιλικό τρόπο. Αντιθέτως, στο σχολικό εκφοβισμό το «θύμα» δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αντιμετωπίζεται ως «κατώτερο» και ακόμη και αν δείξει ότι ενοχλείται, οι αρνητικές ενέργειες από την πλευρά των «θυτών» δεν σταματούν και σπανίως περιορίζονται. Επομένως, όταν κάνουμε λόγο για «σχολικό εκφοβισμό», το παιδί ή η ομάδα παιδιών εξ’ ορισμού αντιμετωπίζουν μια κατάσταση που δεν μπορούν να διαχειριστούν και χρειάζονται υποστήριξη.
Ο σχολικός εκφοβισμός μπορεί να εκδηλωθεί με πολλές διαφορετικές μορφές, της σωματικής και λεκτικής βίας, της σεξουαλικής παρενόχλησης, των φυλετικών διακρίσεων, της καταστροφής πραγμάτων, αλλά και της απειλής ή του εξαναγκασμού. Ακόμη, είναι συχνή και η μορφή του κοινωνικού αποκλεισμού, που εκφράζεται μέσα από τη συστηματική αγνόηση, τη διάδοση αρνητικής φήμης σχετικά με το θύμα και τον εκφοβισμό όλων όσοι σχετίζονται μαζί του.
Κατανοώντας τον εκφοβισμό μέσα από μια συστημική προσέγγιση, παρατηρούμε ότι πρόκειται για ομαδικό φαινόμενο, καθώς η πληθώρα των περιστατικών γίνονται παρουσία και άλλων παιδιών, στο προαύλιο, στους διαδρόμους, στην τάξη, ακόμη και έξω από το σχολείο. Οι ρόλοι που παίρνουν τα παιδιά, σπάνια είναι μόνο εκείνοι του «θύτη» και του «θύματος», αλλά παρατηρούνται και ρόλοι όπως του «βοηθού του δράστη», « υπερασπιστή του θύματος» και του «αμέτοχου παρατηρητή». Έχει φανεί πως ενώ τα περισσότερα παιδιά, όταν ερωτηθούν, έχουν αρνητική στάση απέναντι σε αυτά τα περιστατικά, αποφεύγουν να παρέμβουν όταν γίνονται από φόβο ότι μπορεί να στοχοποιηθούν ή να χάσουν την αποδοχή της ομάδας.
Όπως αναφέρεται στην ιδρυτική διακήρυξη του Δικτύου κατά της Βίας στο Σχολείο, τουλάχιστον 10-15% των μαθητών έχουν δεχθεί σχολικό εκφοβισμό και πάνω από 5% παραδέχονται ότι έχουν ασκήσει βία σε έναν ή περισσότερους συμμαθητές τους. Ακόμη, έρευνες από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, δείχνουν ότι η χώρα μας βρίσκεται στις πρώτες θέσεις εμφάνισης περιστατικών θυματοποίησης στα σχολεία. Τα ποσοστά, επομένως, μας φέρνουν αντιμέτωπους με την αναγκαιότητα πρόληψης και παρέμβασης στα σχολεία, ώστε να διασφαλιστεί η σωματική ακεραιότητα και η ψυχική υγεία των μαθητών και να καλλιεργηθεί ένα κλίμα ασφάλειας που διευκολύνει τη μαθησιακή διαδικασία και τη συνεργατικότητα.
Επιστρέφοντας στο αρχικό μας ερώτημα, αναφορικά με το πώς μπορούμε να υποστηρίξουμε τα παιδιά μας, όταν παρατηρούμε ότι δέχονται ή ασκούν σχολικό εκφοβισμό, είναι, αρχικά, πολύ σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις ενδείξεις. Μελανιές και σημάδια από χτυπήματα ή «απώλεια» και καταστροφή αντικειμένων, αποτελούν κάποια από τα προφανή σημάδια σχολικής βίας. Παράλληλα, η άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο, η απομόνωσή του, το να προφασίζεται ασθένειες για να μην πάει στο σχολείο, να παρουσιάζει ανεξήγητη επιθετική συμπεριφορά στο σπίτι και να φοβάται, να αποφεύγει ή να αρνείται να μας μιλήσει για το τι έγινε στο σχολείο, είναι πιθανό να αποδίδονται και σε φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού.
Σε περίπτωση που αντιληφθούμε ότι στο σχολείο εκδηλώνονται περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, μπορούμε να δείξουμε στο παιδί ότι παίρνουμε στα σοβαρά τα λεγόμενά του και ότι συναισθανόμαστε τη θέση του. Καλό είναι να αποφεύγουμε να επιβάλουμε σωματική τιμωρία στο παιδί- στην περίπτωση που αντιληφθούμε ότι ασκεί βία στο σχολείο, αλλά και την άμεση επαφή με τους γονείς ή το παιδί «της άλλης πλευράς», καθώς έτσι ενισχύουμε τον κύκλο της βίας. Παράλληλα, είναι πολύ βοηθητικό από τη θέση μας να ενισχύουμε την αυτοεκτίμηση του παιδιού, να του «καθρεφτίζουμε» τα ταλέντα και τις ικανότητές του, να το ενθαρρύνουμε να δημιουργήσει νέες φιλίες και να καλλιεργούμε τη διεκδικητικότητα και την αποφασιστικότητά του. Όσον αφορά το σχολείο, είναι καλό να ενημερώνουμε άμεσα τους υπευθύνους και να ζητούμε να εφαρμοστεί η αντίστοιχη πολιτική από την πλευρά των δασκάλων και της διεύθυνσης. Δεδομένου ότι διηγήσεις των παιδιών για περιστατικά βίας είναι πιθανό να μας κάνουν να αναβιώσουμε δικές μας αναμνήσεις και να φέρουν στην επιφάνεια συναισθήματα θυμού, άγχους και απογοήτευσης, είναι θεμιτό να προσπαθήσουμε να τα διαχειριστούμε, είτε μόνοι μας είτε με την υποστήριξη ειδικού, ώστε να μπορέσουμε να «μείνουμε» στο συναίσθημα του παιδιού και να προτείνουμε λύσεις.